Τζόρτζιο Αρμάνι: Ο άνθρωπος που έντυσε τον κόσμο με διαχρονική κομψότητα
Από ένα μικρό κατάστημα βιτρινών στο Μιλάνο μέχρι την παγκόσμια αυτοκρατορία μόδας

Ο Τζιόρτζιο Αρμάνι, ο σχεδιαστής που μετέτρεψε την ιταλική κομψότητα σε παγκόσμιο σύμβολο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, αφήνοντας πίσω του μια αυτοκρατορία μόδας, επιχειρήσεων και αναμφισβήτητα αξεπέραστο στιλ.
Με το απαράμιλλο ταλέντο και την αφοσίωσή του, ο Τζόρτζιο Αρμάνι – που δήλωνε εργασιομανής – δημιούργησε μια αυτοκρατορία που ξεπερνούσε τα όρια της μόδας και άγγιξε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Από τα κόκκινα χαλιά του Χόλιγουντ μέχρι τα γραφεία των πιο ισχυρών γυναικών, το όνομά του έγινε συνώνυμο της διαχρονικής κομψότητας, του πάθους και της αριστοτεχνίας – μια κληρονομιά που θα ζει για πάντα.
Ο Τζιόρτζιο Αρμάνι πέθανε σε ηλικία 91 ετών στο σπίτι του, όπου βρισκόταν για να αναρρώσει μετά από πρόσφατη νοσηλεία, που είχε κρατηθεί μυστική. «Με ατελείωτη θλίψη, η Armani Group ανακοινώνει την απώλεια του δημιουργού, ιδρυτή και ακούραστης κινητήριας δύναμης της: Τζόρτζιο Αρμάνι», ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της.
Η κηδεία του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του, θα γίνει ιδιωτικά.
Σύμφωνα με την εταιρία, ο Signor Armani, όπως τον αποκαλούσαν οι συνεργάτες και οι υπάλληλοί του, πέθανε ήρεμα, περιτριγυρισμένος από αγαπημένα του πρόσωπα. «Ακούραστος μέχρι το τέλος, δούλευε μέχρι τις τελευταίες του ημέρες, αφιερωμένος στην εταιρεία, τις συλλογές και τα πολλά τρέχοντα και μελλοντικά έργα», προσθέτει η εταιρεία.
Γνωστός και ως Re Giorgio –Βασιλιάς Τζόρτζιο– φημιζόταν για την προσωπική του εποπτεία σε κάθε λεπτομέρεια. Παρέμενε μέχρι το τέλος CEO και καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου του. Στην τελευταία του συνέντευξη, μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο, είχε δηλώσει: «Η μεγαλύτερη αδυναμία μου είναι ότι θέλω να ελέγχω τα πάντα».
Αυτοχαρακτηριζόταν εργασιομανής και είχε αποκαλύψει πως το μεγαλύτερο του παράπονο στη ζωή ήταν οι ατελείωτες ώρες δουλειάς που τον στέρησαν από φίλους και οικογένεια. «Σε αυτή την εταιρεία, πάντα νιώθαμε σαν οικογένεια», ανέφερε ο Όμιλος Armani, αποχαιρετώντας τον ιδρυτή του.
Το στυλ και η διεθνής καταξίωση
Συνώνυμο του μοντέρνου ιταλικού στυλ και της διαχρονικής κομψότητας, ο Αρμάνι συνδύαζε το ταλέντο του δημιουργού με την οξυδέρκεια του επιχειρηματία. Διηύθυνε μια αυτοκρατορία με τζίρο 2,3 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ η αξία του οίκου του ξεπερνάει σήμερα τα 10 δισ. δολάρια.
Γνωστός ως «Re Giorgio» (Βασιλιάς Τζιόρτζιο), επέβλεπε προσωπικά κάθε λεπτομέρεια: από τις διαφημίσεις μέχρι τα μαλλιά των μοντέλων πριν ανέβουν στην πασαρέλα. Παρά την επιτυχία του, τα τελευταία χρόνια η υγεία του είχε κλονιστεί και για πρώτη φορά στην καριέρα του αναγκάστηκε να απουσιάσει από τις επιδείξεις της Ανδρικής Εβδομάδας Μόδας στο Μιλάνο.
Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι το Σάββατο και την Κυριακή θα στηθεί λαϊκό προσκύνημα στο Μιλάνο.

Από τα πρώτα σακάκια στο «power suit» των ’80s
Από τα πρώτα του σακάκια χωρίς φόδρα που έγιναν ανάρπαστα στο Χόλιγουντ και τη Wall Street, μέχρι το επαναστατικό κοστούμι για γυναίκες που συμβόλιζε την άνοδο της γυναίκας επιχειρηματία της δεκαετίας του ’80, ο Αρμάνι επαναπροσδιόρισε τον τρόπο που ντυνόταν μια ολόκληρη γενιά.
Ο ίδιος χαρακτήριζε το λευκό T-shirt «το άλφα και το ωμέγα του αλφαβήτου της μόδας». Κριτικοί συχνά μιλούσαν για μια «ανδρόγυνη» αισθητική, όμως η φιλοσοφία του ήταν ξεκάθαρη: χαλαρή κομψότητα, με προσοχή στη λεπτομέρεια. «Σχεδιάζω για πραγματικούς ανθρώπους. Δεν υπάρχει καμία αρετή στο να φτιάχνεις ρούχα και αξεσουάρ που δεν είναι πρακτικά», έλεγε.
Χόλιγουντ, κόκκινο χαλί και διεθνής λάμψη
Η διεθνής καταξίωση ήρθε με την ταινία American Gigolo (1980), που εκτόξευσε τόσο τον ίδιο όσο και τον Ρίτσαρντ Γκιρ. Έκτοτε, ο Αρμάνι υπέγραψε κοστούμια για περισσότερες από 200 ταινίες, ενώ το 2003 τιμήθηκε με το δικό του αστέρι στη Rodeo Drive Walk of Fame.
Στα Όσκαρ, οι εμφανίσεις του γίνονταν πάντα σημείο αναφοράς: από τον Σον Πεν με το μαύρο Armani κοστούμι όταν κέρδισε το βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου το 2009, μέχρι την Αν Χάθαγουεϊ με την εντυπωσιακή λευκή τουαλέτα Armani Privé. Μακροχρόνιοι θαυμαστές και πελάτες του υπήρξαν η Τζόντι Φόστερ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ, η Σοφία Λόρεν, ο Μπραντ Πιτ, ενώ το 2009 οι Ντέιβιντ και Βικτόρια Μπέκαμ πρωταγωνίστησαν στην καμπάνια εσωρούχων του.
Το 2000, το Μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση για τα 25 πρώτα χρόνια του στη μόδα, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στη διαμόρφωση της παγκόσμιας αισθητικής.
Αυτοκρατορία πέρα από τα ρούχα
Η επιτυχία του δεν περιορίστηκε στα ρούχα. Ο Αρμάνι δημιούργησε μια τεράστια γκάμα προϊόντων: αξεσουάρ, αρώματα, καλλυντικά, έπιπλα, βιβλία, ακόμη και σοκολάτες και λουλούδια. Παράλληλα, εγκαινίασε πάνω από 20 εστιατόρια από το Μιλάνο μέχρι το Τόκιο, δύο πολυτελή ξενοδοχεία σε Ντουμπάι και Μιλάνο, μπαρ και κλαμπ, ενώ ήταν ιδιοκτήτης της ομάδας μπάσκετ EA7 Emporio Armani Milan (Ολίμπια Μιλάνο).
Το 2023, ο Όμιλος Armani απασχολούσε περισσότερους από 9.000 εργαζομένους, με τις γυναίκες να κατέχουν το 50% των διευθυντικών θέσεων, επτά βιομηχανικές μονάδες και πάνω από 600 καταστήματα παγκοσμίως.
Η προσωπική ζωή και οι φιλανθρωπίες
Γεννημένος στις 11 Ιουλίου 1934 στην Πιατσέντσα, αρχικά ονειρευόταν να γίνει γιατρός. Ένα μεροκάματο ως διακοσμητής βιτρινών σε πολυκατάστημα του Μιλάνου, όμως, τον έφερε στον δρόμο της μόδας.Το 1975, μαζί με τον σύντροφό του Σέρτζιο Γκαλεότι, πούλησαν το Volkswagen τους για 10.000 δολάρια και ξεκίνησαν τη δική τους μάρκα ανδρικών ρούχων prêt-à-porter.
Ο Γκαλεότι πέθανε το 1985. Ο Αρμάνι δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, αλλά υπήρξε πολύ κοντά στη Ρομπέρτα, κόρη του αδελφού του Σέρτζιο, η οποία εγκατέλειψε την καριέρα της στον κινηματογράφο για να αναλάβει τη διεύθυνση δημοσίων σχέσεων του οίκου.
Μαζί με τη Σιλβάνα Αρμάνι και τον Λέο Ντελ’ Όρκο – επικεφαλής των γυναικείων και ανδρικών συλλογών αντίστοιχα – θεωρούνταν τα πρόσωπα-κλειδιά για τη διαδοχή του.Παράλληλα, ο σχεδιαστής υπήρξε δραστήριος σε φιλανθρωπίες, στηρίζοντας παιδιά, πρόσφυγες και τον αγώνα κατά του AIDS. Το 2002 ανακηρύχθηκε πρέσβης καλής θέλησης του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Η προσωπική του εικόνα υπήρξε μέρος του μύθου: γαλάζια μάτια, πάντα μαυρισμένος, σχεδόν μαλλιά από νεαρή ηλικία, ντυμένος σχεδόν πάντα με τζιν και T-shirt. Ο ίδιος μινιμαλισμός χαρακτήριζε και τα σπίτια του, από το Μπρόνι κοντά στο Μιλάνο, μέχρι την Παντελερία στη Σικελία και το Σεν Τροπέ στη Γαλλική Ριβιέρα.
«Αγαπώ πράγματα που γερνούν καλά, πράγματα που δεν ξεπερνιούνται και γίνονται ζωντανά παραδείγματα του απόλυτου καλύτερου», έλεγε ο ίδιος για το έργο του.
Ακολούθησε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις