Σαντορίνη: Απαντήσεις με το κατά πόσον το ηφαίστειο της Σαντορίνης σχετίζεται με τη Χαμένη Ατλαντίδα, ίσως δώσουν κάποια μυστηριώδη σκαλοπάτια που βρέθηκαν στην καλντέρα. Επιπλέον αναμένεται να γίνουν γεωτρήσεις, οι οποίες θα δώσουν απαντήσεις σχετικά με Μινωική έκρηξη πριν από περίπου 3.600 χρόνια.

Μιλώντας στην ΕΡΤ η ηφαιστειολόγος Εύη Νομικού αναφέρθηκε στις έρευνες στην καλντέρα της Σαντορίνης που θα δώσουν απαντήσεις για τη μεγάλη έκρηξη που κατέστρεψε τον Μινωϊκό Πολιτισμό, αλλά και στη σύνδεση που μπορεί να έχει με τη Χαμένη Ατλαντίδα.

Είναι ένας πανέμορφος μύθος που όλοι θα θέλαμε να τον πιστέψουμε, έχουμε βρει κάποια σκαλοπάτια τα οποία είναι από λάβα στις ανατολικές ακτές της Θηρασιάς, το μικρό νησί που είναι μέσα στην Καλντέρα και προσπαθούμε να καταλάβουμε αν αυτά τα σκαλοπάτια είναι από ηφαιστειακή προέλευση δηλαδή αν είναι από τη φύση και όχι από ανθρώπινη παρέμβαση“, είπε αρχικά η κυρία Νομικού.

Αν ναι αυτό σημαίνει πως εκεί, μέσα στην Καλντέρα της Σαντορίνης, υπήρχε ένα αρχαίο λιμάνι το οποίο συνδέεται με τη μεγάλη έκρηξη που έγινε πριν από 3.600 χρόνια“, προσέθεσε.

Επιπλέον η κυρία Νομικού ανέφερε πως χρειάζονται πάρα πολλές αποδείξεις, έρευνα αλλά και χρόνος προκειμένου να συνδεθεί η Χαμένη Ατλαντίδα με το ηφαίστειο της Σαντορίνης.

Ακόμα ανέφερε ότι η Σαντορίνη αποτελεί ένα “φυσικό γεωλογικό μουσείο”, “ένα ανοιχτό εργαστήριο της φύσης” και ότι από τον Δεκέμβριο του 2022 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2023 θα μεταβεί στο νησί το μεγαλύτερο ερευνητικό πλοίο του κόσμου, το οποίο θα κάνει υποθαλάσσιες ερευνητικές γεωτρήσεις μέσα και έξω από την καλντέρα για την κατανόηση της Μινωικής έκρηξης.

Η μινωική έκρηξη

Η μινωική έκρηξη ονομάζεται η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη που έγινε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο στην νήσο Στρογγύλη και είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζουμε καλντέρα της Σαντορίνης και την καταστροφή του προϊστορικού πολιτισμού του νησιού.

Έχει υπολογιστεί ότι ο δείκτης μεγέθους της ηφαιστειακής έκρηξης (VEI – Volcanic Explosivity Index) είναι ίσος με 7 και ο όγκος των υλικών που εκτοξεύτηκαν ήταν περίπου 60 κυβικά χιλιόμετρα. Τα δεδομένα αυτά κατατάσσουν την Μινωική έκρηξη ως τη δεύτερη μεγαλύτερη έκρηξη στην ανθρώπινη ιστορία μετά από αυτή στο ηφαίστειο Ταμπόρα στην Ινδονησία το 1815.

Η πρώτη κλασσική χρονολόγηση της έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των αγγείων που βρέθηκαν τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου και σε αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου είχε συμβεί το 1500 π.Χ.. Επίσης, ο καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει ανασκαφικές δραστηριότητες τόσο στην Κρήτη, όσο και στη Σαντορίνη, είχε διατυπώσει την άποψη ότι η Μινωική έκρηξη ήταν αυτή που προκάλεσε την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού.

Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ. με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση, σύμφωνα με κάποιους αρχαιολόγους, αποδεικνύει την μη σύνδεση της έκρηξης με το τέλος του Μινωικού πολιτισμού, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η φυσική καταστροφή ήταν καθοριστικός παράγοντας.

Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, θεωρείται ότι ήταν τέλος άνοιξης με πρώτες μέρες του καλοκαιριού, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές, κωνοφόρα δέντρα, αμπέλια, δημητριακά και άλλα δέντρα και φυτά.

Οι επιπτώσεις της Μινωικής έκρηξης

Εκτός από τα δεδομένα που δίνουν ευρήματα γεωλογικών ερευνών, σημαντικά στοιχεία, τόσο για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, όσο και για την ίδια την έκρηξη, δίνουν τα ευρήματα των ανασκαφών στο προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου.

Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρεί ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα. Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός κάτω από την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό. Κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν αργότερα στον οικισμό για να απεγκλωβίσουν όσους δεν είχαν προλάβει να φύγουν και να συλλέξουν πολύτιμα και προσωπικά αντικείμενα.

Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να ξαναεγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπάζων, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις. Ο χρόνος μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες.

Η εκτίναξη δεκάδων κυβικών χιλιομέτρων μάγματος δημιούργησαν το καλδερικό βύθισμα και τις διόδους μεταξύ Ασπρονησίου – Θηρασίας και Σαντορίνης – Θηρασίας, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι τη δημιουργία της καλντέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα.

Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι κατεστραμμένοι τοίχοι από τον σεισμό που προηγήθηκε της εκρήξεως στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου δεν παρουσιάζουν σημεία διάβρωσης. Το ύψος του πίδακα της τέφρας υπολογίζεται από τους ηφαιστειολόγους σε περίπου 35 χιλιόμετρα.

Από την έκρηξη προκλήθηκε τσουνάμι που έπληξε τα γειτονικά νησιά, σε ακτίνα 50 με 60 χιλιομέτρων, και τις βόρειες ακτές της Κρήτης. Υπολογίζεται ότι έφτασε στις ακτές της Κρήτης 30 με 45 λεπτά μετά την δημιουργία του και είχε ύψος μεταξύ 15 με 30 μέτρα.

Αποθέσεις θηραϊκής γής (ελαφρόπετρα) από την έκρηξη έχουν βρεθεί στην Κρήτη, τη νοτιοδυτική Τουρκία, ακόμα και στο Δέλτα του Νείλου. Η μεταφορά της τέφρας προς την ανατολή μας δείχνει ότι οι άνεμοι έπνεεαν κατά τη διάρκεια της έκρηξης από τα δυτικά. Μετά την έκρηξη και τον ενταφιασμό του προϊστορικού οικισμού ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή.

Οι ποσότητες των ηφαιστειακών αερίων που συγκεντρώθηκαν στην ατμόσφαιρα προκάλεσαν πτώση στην μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη έως και 3οC για τουλάχιστον τρία χρόνια. Η τέφρα και η ελαφρόπετρα που εκτινάχθηκαν από το ηφαίστειο σκέπασαν τα απομεινάρια της Στρογγύλης, δηλαδή τη Σαντορίνη, τη Θηρασία και το Ασπρονήσι και η απόθεση αυτή φτάνει σε ορισμένα σημεία των νησιών μέχρι και τα 80 μέτρα.

Ο μύθος της χαμένης Ατλαντίδα ς

Η Ατλαντίδα (στα Αρχαία Ελληνικά: Ἀτλαντὶς νῆσος) είναι μυθικό νησί που πρωτοακούστηκε στους διαλόγους του Πλάτωνα “Τίμαιος” και “Κριτίας”.

Στην περιγραφή του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα, που βρίσκεται “πέρα από τις Ηράκλειες στήλες” ( σήμερα γνωστά ως στενά του Γιβραλτάρ), ήταν μια ναυτική δύναμη που είχε κατακτήσει πολλά μέρη της δυτικής Ευρώπης και της Αφρικής, περίπου 9.000 χρόνια πριν τον Σόλωνα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εισβάλει στην Αθήνα, η Ατλαντίδα βυθίστηκε μυστηριωδώς στο πέλαγος “σε μια μόνο ημέρα και νύχτα ατυχίας”.

Επειδή είναι μια ιστορία που ενσωματώνεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα θεωρείται γενικά ως παραβολή που κατασκευάστηκε από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τις πολιτικές του θεωρίες. Αν και η ιστορία του Πλάτωνα φαίνεται σαφής στους περισσότερους μελετητές, μερικοί προτείνουν ότι η περιγραφή του είναι εμπνευσμένη από παλαιότερες παραδόσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Πλάτωνας βασίστηκε σε προηγούμενα γεγονότα, όπως την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ή τον Τρωικό πόλεμο, ενώ άλλοι επιμένουν ότι έλαβε έμπνευση από πιο σύγχρονα γεγονότα όπως την καταστροφή της Ελίκης το 373 π.Χ. και την αποτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία το 415-413 π.Χ.

Τα τέσσερα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος στους δυο αυτούς διαλόγους είναι οι πολιτικοί Κριτίας και Ερμοκράτης και οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Τίμαιος, όμως ο μόνος που αναφέρει την Ατλαντίδα είναι ο Κριτίας. Ενώ πιθανότατα όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν πραγματικά, οι διάλογοι όπως καταγράφηκαν μπορεί να ήταν εφεύρεση του Πλάτωνα. Στις γραπτές του δουλειές, ο Πλάτωνας κάνει εκτενή χρήση των Σωκρατικών διαλόγων προκειμένου να συζητηθούν οι αντίθετες θέσεις μέσα στα πλαίσια μιας υπόθεσης.

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις