ΠΑΣΟΚ: «6 χρόνια ΝΔ: Αποτύχατε! Να η Ελλάδα που παραδίδετε στην ανάπτυξη» – Τι ειπώθηκε στη συνέντευξη Τύπου
Αναμένονται και άλλες κινήσεις

Το ΠΑΣΟΚ παραχώρησε συνέντευξη Τύπου όπου αναφέρθηκε στα πεπραγμένα της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία έξι χρόνια στον τομέα της ανάπτυξης.
Ομιλητές ήταν ο Παύλος Γερουλάνος, ο Πάρης Κουκουλόπουλος, ο Μανώλης Χνάρης, ο Γιώργος Παλαιοδήμος και ο Κωνσταντίνος Γάτσιος.
«Το καθήκον της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι διπλό στο πολιτικό μας σύστημα. Αφενός, να επισημαίνει τις αστοχίες της κυβέρνησης, να ασκεί κριτική με υπευθυνότητα, αλλά ταυτόχρονα με κοινωνικό πρόσημο και καθαρές θέσεις. Και, παράλληλα, βέβαια, να μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας στην κοινωνία και στους πολίτες.
Για αυτό και επιλέξαμε αυτήν τη φορά, μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και ενώ μπαίνουμε στον έβδομο χρόνο , πριν ακούσουμε τον Πρωθυπουργό να εξαγγέλλει πάλι μέτρα, να περιγράφει μια χώρα διαφορετική από εκείνη στην οποία ζούμε και να ανακοινώνει για έβδομη φορά ότι τώρα ήρθε η ώρα να υπάρξει κοινωνικό αποτύπωμα στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, να έρθουμε και να επισημάνουμε τα πεπραγμένα της διακυβέρνησής του, να τον βάλουμε μπροστά στον καθρέφτη ενώπιον του οποίου δεν θέλει να βρεθεί.
Να έρθουμε να αναφερθούμε σε όλα αυτά που συνέβησαν αυτά τα έξι χρόνια, τι ήταν εκείνο για το οποίο δεσμεύθηκε και το 2019 και το 2023 και τι έκανε, πού πήγαν τα συνθήματα περί μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού, αν πράγματι η Ελλάδα σήμερα είναι σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης ή όχι, αν μειώνονται ή αν αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες, αν η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα και πολλά ακόμη.
Αυτές οι συνεντεύξεις που ξεκινούν σήμερα και θα συνεχίσουν έως την Παρασκευή, -με εξαίρεση την Τετάρτη-, είναι μία «γέφυρα» και σε σχέση με την τελική ομιλία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, όπου θα καταθέσει ακριβώς το δικό μας πρόγραμμα διακυβέρνησης, τις δικές μας προτάσεις για το πώς μπορούμε να πετύχουμε την οικονομική ανόρθωση και την κοινωνική ανάταξη της χώρας, πώς μπορούμε με ένα άλλο σχέδιο να δημιουργήσουμε την παραγωγική Ελλάδα της δημιουργίας και της ευημερίας.
Σήμερα, θα μιλήσουμε για την οικονομία, την ανάπτυξη και την αγροτική πολιτική. Ζητήματα στα οποία αυτή η κυβέρνηση διαφήμισε πάρα πολύ τον εαυτό της. Θα μιλήσουν οι αρμόδιοι τομεάρχες, ο κοινοβουλευτικός τομεάρχης οικονομίας Παύλος Γερουλάνος, ο τομεάρχης οικονομικών Πάρις Κουκουλόπουλος, ο τομεάρχης ανάπτυξης του κόμματος Κώστας Γάτσιος, ο τομεάρχης οικονομικών του κόμματος Γιώργος Παλαιοδήμος και ο τομεάρχης αγροτικής πολιτικής Μανώλης Χνάρης. Είναι εδώ και ο Θανάσης Πετρόπουλος, τομεάρχης του κόμματος στην αγροτική πολιτική.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον τομέα της οικονομίας και της ανάπτυξης, ένας εύκολος τίτλος για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία». Σπαταλήθηκαν παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, αλλά κυρίως σπαταλήθηκε και υποτιμήθηκε ο κόπος του ελληνικού λαού την προηγούμενη δεκαετία. Ένας λαός που έκανε πολλή υπομονή, άντεξε μια δύσκολη δεκαετία και ήλπιζε ότι θα μπούμε σε έναν ενάρετο κύκλο, όπου πράγματι θα μπορεί η Ελλάδα να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, θα μπορεί να έχει ένα κράτος το οποίο εκπληρώνει βασικές προσδοκίες που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι δεδομένες.
Τα συνθήματα του εκσυγχρονισμού, των μεταρρυθμίσεων, δυστυχώς, έμειναν κενό γράμμα. Έγιναν και σήμερα μοιάζουν μία άψυχη, κακοσυντηρημένη διακόσμηση σε ένα σκηνικό που καταρρέει, όπως είναι και αυτό της ελληνικής κυβέρνησης» ανέφερε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Κώστας Τσουκαλάς.
Ο υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Οικονομίας (Ταμείο Ανάκαμψης) ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής Παύλος Γερουλάνος «όπως ανέφερε ο κ. Τσουκαλάς, εδώ προετοιμάζουμε το έδαφος για την άνοδο του Προέδρου στη ΔΕΘ, μιλώντας για τη «μαύρη βίβλο» του κ. Μητσοτάκη. Για να αφήσουμε το έδαφος να μιλήσει ο Πρόεδρος για το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και την Ελλάδα που οραματιζόμαστε. Θα ξεκινήσω, λοιπόν, με μία εισαγωγή για την οικονομία και θα περάσω τη σκυτάλη στους υπόλοιπους.
Πριν από έξι περίπου χρόνια, στις 16 Σεπτεμβρίου 2018, όντας ακόμη στην αντιπολίτευση ο κ. Μητσοτάκης, έκανε την τελευταία του ΔΕΘ πριν γίνει πρωθυπουργός και μίλησε και για την οικονομία. Μίλησε, συγκεκριμένα, για ένα παραγωγικό μοντέλο, μια οικονομία παραγωγική, ψηφιακή και καινοτόμα, που θα προσελκύσει επενδύσεις σε υγιείς βάσεις, με στροφή της επιχειρηματικότητας σε υγιείς δράσεις, μακριά από το σάπιο,- όπως είπε ο ίδιος-, κρατικοδίαιτο καπιταλισμό. Μίλησε για εθνικά σχέδια για τον τουρισμό, την πρωτογενή παραγωγή, τη βιομηχανία, την ενέργεια, τη ναυτιλία και τις υπηρεσίες. Και δεσμεύθηκε ότι προτεραιότητά του είναι να μειώσει τις ανισότητες.
Άρα, παίρνοντας τα δικά του λόγια, για εμάς ο κ. Μητσοτάκης κρίνεται για το αν κατάφερε και σε ποιο βαθμό να πετύχει κάποιο από αυτά τα τέσσερα πράγματα: να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, να δώσει σχέδια για την ανάπτυξη, να βασιστεί στη μικρομεσαία επιχείρηση και να πατάξει τις ανισότητες.
Θα ξεκινήσω με το παραγωγικό μοντέλο: Για να αλλάξεις το παραγωγικό μοντέλο χρειάζεται να λειτουργήσουν μαζί όλα τα εργαλεία της οικονομίας: τα χρήματα που έρχονται από το εξωτερικό, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που σήμερα υπο-αξιοποιούνται, τη δημόσια περιουσία, το φορολογικό σύστημα και το τραπεζικό σύστημα. Και ένας πολύ κρίσιμος παράγων, πέραν από τα οικονομικά, ο ανθρώπινος.
Θα ξεκινήσω με τα χρήματα που ήρθαν από το εξωτερικό: Στη διάθεσή της η κυβέρνηση είχε πάνω από 70 δισ. ξένα χρήματα, ευρωπαϊκά κονδύλια, από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από το ΕΣΠΑ, από την ΚΑΠ. Και σε όλα τα παραπάνω οφείλουμε να προσθέσουμε και την έκτακτη νομισματική στήριξη που παρείχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της πανδημίας και την προσωρινή ακύρωση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάκαμψης. Μιλάμε, δηλαδή, για πάνω από 100 δισ.
«Ναυαρχίδα» αυτών των χρημάτων ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης. Τα 36 δισ. τα οποία ήταν στο Ταμείο Ανάκαμψης ήταν η μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Σήμερα, αυτό που λέμε είναι ότι η ευκαιρία αυτή χάθηκε. Γιατί το λέμε; Πρώτον, διότι δεν υπήρξε κανένας σχεδιασμός, καμία διαβούλευση. Το Ταμείο Ανάκαμψης στην Ελλάδα, σε αντιστοιχία με άλλες χώρες, ήταν μόνο θέμα του Μεγάρου Μαξίμου, κάποιων συμβούλων και ανθρώπων της απόλυτης εμπιστοσύνης του Μαξίμου. Αποκλείστηκαν από τη διαδικασία η Τοπική Αυτοδιοίκηση, κοινωνικοί φορείς και, βεβαίως, οποιαδήποτε διακομματική συναίνεση. Δεν υπήρξε κανένας σχεδιασμός για τον τουρισμό, για την αγροτική παραγωγή, για τη ναυτιλία, για τις υπηρεσίες. Μόνη εξαίρεση είναι η ενέργεια, που εκεί έγινε με το λάθος σχεδιασμό, γιατί, όπως θα πουν και άλλοι ομιλητές, αποκλείστηκε η προτεραιότητα του εκδημοκρατισμού της ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης, δόθηκε προτεραιότητα στην εκταμίευση αντί για τη σχεδιασμένη απορρόφηση. Αντί να υπάρξει ένα συνολικό σχέδιο για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τα υπουργεία έβγαλαν από το συρτάρι τους ό,τι σχέδιο είχαν και δεν είχαν και το ενέταξαν. Πολλά ημιτελή και για αυτό είχαμε και τις αναθεωρήσεις.
Στο κομμάτι που αφορά στα δάνεια, η κυβέρνηση εμπιστεύθηκε μόνο τις τράπεζες. Ένα τότε άρρωστο ακόμη τραπεζικό σύστημα, το οποίο απέκλειε εκ των πραγμάτων το 85% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Άρα, ο στόχος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κ. Μητσοτάκη είναι το πρώτο θύμα αυτής της προσπάθειας.
Και, πολύ σημαντικό, να κατανοήσουμε ότι άλλο η εκταμίευση και άλλο η απορρόφηση. Θα τα έχετε τα στοιχεία στη διάθεσή σας. Από τα 18,6 δισ. επιχορηγήσεων, μόνο τα 5,1 δισ. έχουν δοθεί σε τελικούς δικαιούχους. Τα 4,7 δισ. έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς του δημοσίου και της γενικής κυβέρνησης γενικά προς διάθεση. Παρόμοια εικόνα έχουμε και στο δανειακό σκέλος. Από τα 18 δισ. έχουν υπογράψει δανειακές συμβάσεις οι τράπεζες για 7,1 δισ., αλλά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν εκταμιευθεί μόλις 3,9 δισ. και έτσι ο χρόνος τρέχει κατά της Ελλάδας.
Αυτό φαίνεται και από τα ορόσημα. Τα ορόσημα, που είναι επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, που απομένουν να υλοποιηθούν μέχρι τον Αύγουστο του 2026, είναι διπλάσια από εκείνα που έχει καταφέρει να υλοποιήσει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα. Δηλαδή, σε ένα χρόνο πρέπει να κινηθούν με οκτώ φορές την ταχύτητα μόνο για να απορροφήσουν αυτά που λένε ότι θα απορροφήσουν. Υπενθυμίζουμε ότι ο «Ελλάδα 2.0» περιλάμβανε 373 ορόσημα, εκ των οποίων 209 είναι επενδύσεις και 164 είναι μεταρρυθμίσεις. Μέχρι σήμερα, έχουν ικανοποιηθεί 139 ορόσημα και μένουν να υλοποιηθούν 234.
Πάμε, όμως, τώρα και στα δύσκολα.
Αυτά που ξοδεύτηκαν, ξοδεύτηκαν με παντελή έλλειψη διαφάνειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν το ΠΑΣΟΚ τον Φεβρουάριο του 2004 δεν είχε κάνει τη δική του έρευνα, ακόμα η ελληνική κοινωνία θα ήταν στο «σκοτάδι» σε ό,τι αφορά στο ποια έργα τροποποιήθηκαν ή απεντάχθηκαν. Το ίδιο ξανακάναμε τον Ιούλιο του 2025, διότι πάλι η κυβέρνηση αρνήθηκε με κατηγορηματικό τρόπο να εξηγήσει στους Έλληνες τι είναι αυτό το οποίο τροποποιείται/απεντάσσεται. Με άλλα λόγια, έχουμε μια κυβέρνηση η οποία ξοδεύει του κόσμου τα λεφτά να διαφημίσει τα έργα που εντάσσει, αλλά κρύβει με κάθε δυνατό τρόπο τα έργα που τροποποιεί ή απεντάσσει. Πρόσφατα, λοιπόν, αναθεώρησαν 108 ορόσημα και κανείς δεν ξέρει ακόμη ποιο είναι το περιεχόμενό τους και τι έχει συμφωνηθεί για την υλοποίησή τους. Πρέπει να σας πούμε ότι δημοσιογραφικές πληροφορίες μιλούν για νέο αίτημα αναθεώρησης, τρεις-τέσσερις μήνες μετά το προηγούμενο. Δηλαδή, πάνω στην παντελή έλλειψη σχεδιασμού, προστίθεται τώρα ο πανικός των χρονικών περιθωρίων που βάζει το Ταμείο Ανάκαμψης για να έχουμε το αποτέλεσμα που έχουμε.
Άρα, η «ατμομηχανή» για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, αυτήν τη στιγμή, ασθμαίνει. Όσο για τα υπόλοιπα εργαλεία, θα τα αναφέρω επιγραμματικά, για να δώσω τη σκυτάλη στους υπόλοιπους. Το φορολογικό σύστημα φορολογεί ακόμη το επάγγελμα και όχι το εισόδημα. Είναι άδικο, «πνίγει» κάθε τι τίμιο και πριμοδοτεί κάθε τι το παράνομο. Δεν δίνει κίνητρα σε μικρομεσαίους, δεν υποστηρίζει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Το τραπεζικό σύστημα με χρεώσεις σε καταναλωτές και μικρομεσαίους, με τεράστιες διαφορές στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, προσπαθεί να προκαλέσει την τρίτη ανακεφαλαίωσή του. Δεν δίνει κίνητρα σε μικρομεσαίους, δεν προσπαθεί να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο.
Η δημόσια περιουσία παραμένει εγκλωβισμένη στο Υπερταμείο. Το έχουμε αναφέρει και αυτό. Το οποίο ήταν λάθος όταν και όπως δημιουργήθηκε. Έχει πάψει να υπηρετεί το σκοπό, εκποιεί αντί να αξιοποιεί, δεν πετυχαίνει τίποτα περισσότερο από μια εποπτική διακυβέρνηση και λειτουργεί παντελώς αδιάφορα. Δεν έχει απολύτως τίποτα να συμβάλλει στο στόχο μιας οικονομίας παραγωγικής, ψηφιακής και καινοτόμου, που είχε πει ο κ. Μητσοτάκης.
Και, τέλος, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας συνεχίζουν να υπο-αξιοποιούνται, όπως, για παράδειγμα, ο πρωτογενής τομέας, τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης έχει εγκαταλείψει γιατί αφορά στο 4% του ΑΕΠ. Αφορά όμως και στο 10% του ελληνικού πληθυσμού και ο κ. Μητσοτάκης μας λέει λαϊκιστές, όταν του λέμε ότι ασχολείται με τα χρήματα και όχι με τους ανθρώπους. Αποφάσισε, όμως, να εγκαταλείψει τον πρωτογενή τομέα, την ώρα που η ελληνική διατροφή είναι στο απόγειό της, συνδεδεμένη με την ποιότητα, την υγεία και την ευεξία, την ώρα που έξι ελληνικά προϊόντα είναι τα καλύτερα ράφια και τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου. Με ένα σχέδιο πρωτογενούς παραγωγής θα μπορούσαμε να απογειώσουμε την περιφέρεια και να μην ερημώνει, όπως γίνεται σήμερα.
Άρα, για να κλείσω με τον πήχη του έβαλε ο κ. Μητσοτάκης, δεν άλλαξε το παραγωγικό μοντέλο. Παραμένει ένα μοντέλο κρατικοδίαιτου καπιταλισμού με τουρισμό και real estate. Δεν υπήρξε ποτέ σχεδιασμός για τουρισμό, πρωτογενή ανάπτυξη, ναυτιλία και υπηρεσίες. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται στη χειρότερή τους φάση. Και, όσο για τις ανισότητες, είναι πια ξεκάθαρο ότι ο κ. Μητσοτάκης ποτέ δεν ήθελε να κάνει τίποτα για τις ανισότητες. Ήταν ένα ψέμα για να κερδίσει ψήφους. Αλλά, θα αφήσω τους άλλους να μιλήσουν για αυτό. Εκεί έβαλε τον πήχη ο κ. Μητσοτάκης και, έξι χρόνια μετά, είναι προφανές ότι πέρασε από κάτω. Είναι ώρα να παραδώσει».
*Π. Κουκουλόπουλος, υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Οικονομικών ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Παύλο και τον Κώστα να πω πως όλα όσα ειπώθηκαν συμπυκνώνουν μία απλή πραγματικότητα. Ο πλούτος που παράγεται στα έξι χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι πολύ λιγότερος από αυτόν που αναλογεί στις δυνατότητές μας και κατανέμεται με ακραία άδικο τρόπο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται η κοινωνία -ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της- σε μια διαρκή λιτότητα, και η χώρα να στερείται δυνατοτήτων που της παρέχει το διεθνές περιβάλλον και οι ίδιες οι δυνατότητές της. Η ανάπτυξη, με λίγα λόγια, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν, είναι ισχνή σε σχέση με τις δυνατότητες που μας παρέχονται και μη διαχειρίσιμη μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και κατανέμεται το όποιο μέρισμά της παντελώς άδικα.
Ας τα βάλουμε λίγο σε σειρά:
Έμεινε ισχνή, δεν είναι δική μας διαπίστωση. Ένας άριστος γνώστης της ελληνικής οικονομίας ο οποίος διηύθυνε το γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδόν όλα τα χρόνια της μνημονιακής επιτήρησης, ο Ντέκλαν Κοστέλο, φέτος τον Φλεβάρη στους Δελφούς αναρωτήθηκε γιατί η Ελλάδα επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ του 2-3% ενώ θα έπρεπε να επιτυγχάνει ρυθμούς μεταξύ του 4-6%. Σε όποιον φαίνεται ή ακούγεται αυτό υπερβολικό, ας δούμε τι έλεγε η ίδια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πριν τέσσερα χρόνια στο προηγούμενο μεσοπρόθεσμο – δε θα σας κουράσω με covid και το rebound της μετάcovid εποχής – αλλά πάμε σε νορμάλ έτη όταν αφήσαμε πίσω μας και τον covid και την ενεργειακή κρίση. Το 2023-2024-2025, οι προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου, έχω όλα τα νούμερα, θα σας πω το συμπέρασμα. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προέβλεπε ότι 2023 με 2025 θα είχαμε αθροιστικά μία ανάπτυξη όπου αν είχαμε ΑΕΠ 100, τότε στα τέλη του 2025 αυτό θα ήταν 112,3% . Τελικά το ΑΕΠ στα τέλη του 2025 αναμένεται να κινηθεί στο 106,5%. Ακριβώς στα μισά δηλαδή από τις προβλέψεις της κυβέρνησης. Δεν είναι λοιπόν κάποια ιδιορρυθμία υπερβολής αυτή στην οποία αναφέρθηκα, είναι και οι προβλέψεις μίας κυβέρνησης. Έχουν να κάνουν με το χαμηλό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν η ελληνική οικονομία και τις μεγάλες δυνατότητες για rebound τις οποίες η κυβέρνηση δεν κατάφερε να κάνει.
Όλο αυτό βέβαια από την κυβέρνηση επιχειρείται να απαντηθούν με μια μάχη των δεκαδικών κυριολεκτικά που δίνει, για το αν υπερέχουμε ένα, δύο ή τρία δεκαδικά ψηφία από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμείς δεν αντιδικούμε ούτε ερίζουμε με τους αριθμούς, αντιθέτως τους δεχόμαστε ως έχουν. Θέλω όμως να σημειώσουμε τούτο- η Ελλάδα ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εισόδημα δηλαδή, βρίσκεται στη 17η θέση πανευρωπαϊκά – έχει 16 χώρες δηλαδή με μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα, σε καλύτερη κατάσταση από εμάς, πιο ανεπτυγμένες ας πούμε και 10 χώρες που κινούνται κάτω από εμάς. Αν συγκριθούμε με τις δέκα που μαζί με εμάς αγωνιζόμαστε να συγκλίνουμε, τότε θα κάνουμε μία πολύ θλιβερή διαπίστωση ότι οι 10 χώρες πίσω από εμάς κινούνται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς και υπάρχει σωρεία στοιχείων για το πως κινούνται εκείνοι και συγκλίνουν με την Ευρώπη και πως συγκλίνει πολύ λιγότερο η χώρα μας. Όλο αυτό σε συνδυασμό με τη διαρκή λιτότητα, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, έρχεται και ξεσπάει πάνω σε έναν δείκτη. Είναι ο δείκτης με τον οποίο δώσαμε τη μάχη του τελευταίου προϋπολογισμού στη Βουλή όλη η Κοινοβουλευτική Ομάδα μαζί με τον Παύλο Γερουλάνο ως Εκπρόσωπο, τον Νίκο Ανδρουλάκη και όλους τους βουλευτές – είναι ο δείκτης PPS. Είναι ο δείκτης του κατά κεφαλήν εισοδήματος εκφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Θέλω να κάνω μία ιδιαίτερη αναφορά σε όλες και όλους για να γίνει κατανοητό ότι δεν ακολουθούμε από μεριάς μας ένα δρόμο που μας βολεύει. Ο δείκτης PPS, μπορείτε να ρωτήσετε οποιονδήποτε οικονομολόγο σε Βορρά και Νότο, Ανατολή και Δύση και θα πάρετε την ίδια απάντηση. Ο δείκτης PPS – το κατά κεφαλήν εισόδημα δηλαδή εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης δηλαδή – είναι ο απόλυτα αποδεκτός δείκτης όταν θέλουμε να συγκρίνουμε χώρες μεταξύ τους και με βάση αυτό τον δείκτη η Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της ΕΕ. Και όχι μόνο αυτό αλλά έχουμε από κάτω μόνο τη Βουλγαρία. Έχουμε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη από όλους τους Ευρωπαίους πλην της Βουλγαρίας. Και μάλιστα, προσέξτε, συγκλίνουμε με έναν αργό ρυθμό με την Ευρώπη. Δηλαδή το 2019 ήμασταν στο 66% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, που αρέσει τόσο πολύ στην κυβέρνηση να χρησιμοποιεί, στα τέλη του 2024 πήγαμε στο 70% ενώ η Βουλγαρία που ήταν στο 55% πήγε στο 66%.
Δεν αποτελεί κινδυνολογία ούτε λογική μαύρου για να πούμε ότι κινδυνεύουμε να βρεθούμε όπως πάμε – αν δεν υπάρξει ριζική αλλαγή – στην τελευταία θέση ως προς την αγοραστική δύναμη.
Και δεν είναι μόνο αυτό, περνάω στο επόμενο στάδιο. Αυτή η ανάπτυξη, η ισχνή που επιτυγχάνουμε με πολύ χαμηλή παραγωγή πλούτου δυστυχώς δε φαίνεται να είναι διατηρήσιμη. Όλοι οι διεθνείς οίκοι, μα όλοι, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα ξεκινώντας, και την Κομισιόν, στις προβλέψεις τους ορίζουν ρυθμούς ανάπτυξης μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης στο 1-1,5%. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα και ανοίγει άλλα δημοσιονομικά ζητήματα, για τα οποία δε θα μιλήσουμε σήμερα αλλά επειδή μιλάμε για Μαύρη Βίβλο θα αναφερθώ σε ένα μόνο παράδειγμα για να αποδείξουμε ότι δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Όταν δεν επενδύει η Χ ώρα σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και επιμένει σε αυτό που ήδη αναφέρθηκε, real estate τουρισμός και κατανάλωση, έρχεται να συγκομίσει αυτά τα αποτελέσματα.
Υπάρχει ένα καλό παράδειγμα, αυτό της ψηφιοποίησης. Αν ρωτήσουμε τους Έλληνες, έχουν την αίσθηση ότι στη ψηφιοποίηση καλά τα πάμε. Προσέξτε όμως, το 2018 η χώρα ήταν 3η από το τέλος στην ταχύτητα ψηφιοποιήσης της οικονομίας μας και τώρα είμαστε 2οι από το τέλος. Νομίζουμε ότι τρέχουμε αλλά οι άλλοι τρέχουν γρηγορότερα, το είχε πει η Άννα αυτό και ήταν μια πολύ ωραία φράση και την επαναλαμβάνω με την άδειά της.
Και έρχομαι στην κατανομή του πλούτου: Αυτός ο πλούτος, ο πολύ λιγότερος από τις δυνατότητές μας, δυστυχώς δεν κατανέμεται δίκαια. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα εφαρμόστηκε με τα μνημόνια η μέθοδος του αποπληθωρισμού, δηλαδή της εσωτερικής υποτίμησης.
Σήμερα, για να μη σας κουράζω με πολλά στοιχεία, έχουμε της εξής πραγματικότητα. Υποτιμήθηκαν τα πάντα, αξίες ακινήτων, μισθοί, τα πάντα. Σήμερα τα κέρδη και οι τιμές των ακινήτων έχουν ανακάμψει και βρίσκονται πιο πάνω από εκεί που ήταν το 2009 και αντίστοιχα οι μισθοί αδυνατούν να πιάσουν το επίπεδο του 2009 και ακόμη παραπίσω. Ένα ενδεικτικό νούμερο μόνο να σας πω – το 2019 με τη Νέα Δημοκρατία είχαμε το εισόδημα από κέρδη να αποφέρει 21,5 δισ. περισσότερα σε σχέση με το εισόδημα από εργασία και αυτό το νούμερο αυτή τη στιγμή ανέρχεται στο 36,1 δισ., η διαφορά δηλαδή του εισοδήματος από κέρδη σε σχέση με το εισόδημα από εργασία αυξήθηκε η διαφορά 69,5% – παραλίγο 70%. Δεν πρόκειται λοιπόν για φυσικά φαινόμενα αλλά αυτό προκύπτει μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Προκύπτει από την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, από προκλητικά δώρα στην ελίτ της χώρας και από μία συντριπτικά άδικη φορολογική πολιτική, στην οποία θα αναφερθεί ο Γιώργος ο Παλαιοδήμος αμέσως μετά. Από τη μεριά μου και μιας και μιλάμε για Μαύρη Βίβλο, σε αυτό το σημείο θέλω – επέλεξα τρία- τέσσερα παραδείγματα να σας πω που είναι πραγματικά ο ορισμός της Μαύρης Βίβλου – και περιορίζομαι να πω ότι όταν πάμε στο ζήτημα της δικαιοσύνης και αδικίας αν σας φαίνεται υπερβολικός ο τίτλος της Βίβλου εδώ θα βρείτε πραγματικά τη δικαίωση του τίτλου που έχουμε επιλέξει που δίνει και τη μεγάλη αποτυχία της κυβέρνησης και το τι πραγματικά παραδίδει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης όποτε και αν προκύψει και προέλθει αυτή.
Έχουμε λοιπόν στη φορολογία τρία ακραία δώρα που κυριολεκτικά βγάζουν μάτι, τη χαμηλότερη φορολογία μερισμάτων στην Ευρώπη με 5%, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και έχουμε την ακατανόητη και προκλητική ρύθμιση με τις γονικές παροχές – μια ρύθμιση που κλειδώνει με ακραίο τρόπο τις ανισότητες. Για τις οποίες πολιτικές, προσέξτε, ΕΝΦΙΑ μεγάλης ακίνητης περιουσίας και γονικές παροχές έχουμε ζητήσει επανειλημμένα στη Βουλή να γίνει απολογισμός και να μας φέρουν τα στοιχεία για το τι έχει χάσει το δημόσιο και η κυβέρνηση αρνείται να μας φέρει τα στοιχεία.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα δώρα. Η κυβέρνηση κάνει και άλλα δώρα. Το πιο γνωστό, δεν είναι το μεγαλύτερο, και πιο προκλητικό είναι αυτό που έκανε στην AEGEAN. Παντού δοθήκαν κρατικές ενισχύσεις την περίοδο του covid στις αεροπορικές εταιρείες και γι’ αυτό το κράτος φρόντισε από τα 120 εκατ. ευρώ που έδωσε καλώς στην αεροπορική εταιρεία για να μην καταρρεύσει, κατάφερε να πάρει 35 εκατ. λιγότερα – της χάρισε 35 εκατ. Γιατί; Γιατί βιάστηκε. Αν τα έπαιρνε τώρα που μιλάμε, θα έπαιρνε πάνω από 120 εκατ., όπως έκανε η γερμανική κυβέρνηση με την LUFTHANSA και μια σειρά άλλες κυβερνήσεις. Βιάστηκαν, τους ζητήσαμε να αποσύρουν την ρύθμιση, δεν μας άκουσαν. Όμως σήμερα, προσέξτε, τα 120 εκατ. που έβαλε το Δημόσιο -πήρε 85 στο Ταμείο του και τα 60 που έβαλαν οι μέτοχοι της εταιρείας- σήμερα αποτιμώνται σε πάνω από 260 εκατ. ευρώ. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι είναι ένα μικρό παράδειγμα που δείχνει ακραίες καταστάσεις συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών αυτής της κυβέρνησης.
Και βέβαια, ολοκληρώνω και κλείνω με τον τομέα που περισσεύει η πρόκληση και είναι ο τομέας της ενέργειας.
Θέλω να ξέρετε, και μαζί με εσάς όλοι και όλες που μας ακούν ότι αυτά που συμβαίνουν στην ενέργεια δεν είναι θέματα που λύνονται με επιστολές προσχηματικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα προς την κυρία Φον ντερ Λάιεν, όπως κάνει ο κ. Μητσοτάκης. Η Ελλάδα, θέλω να γνωρίζετε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010 είχε το φθηνότερο ρεύμα, -οικιακό και βιομηχανικό-, σε όλη την Ευρώπη. Το φθηνότερο ρεύμα σε όλη την Ευρώπη. Μέχρι και το 2019 βρισκόταν κοντά στον μέσο όρο και ίσως και λίγο καλύτερα σε σχέση με την Ευρώπη. Απώλεσε το πλεονέκτημα της καλύτερης και φθηνότερης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αλλά βρισκόταν σε σχέση με το μέσο όρο που τόσο αρέσει στην κυβέρνηση σε μία ικανοποιητική κατάσταση. Σήμερα οι τιμές χονδρικής και λιανικής είναι γνωστό ότι κατέχουν ακραίες θέσεις, στα καύσιμα επίσης λόγω του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης με αποτέλεσμα το Ενεργειακό Κόστος να αναδεικνύεται σε Αρμαγεδδώνα για κάθε αναπτυξιακή και παραγωγική προσπάθεια.
Δεν είναι τυχαίο και με αυτό κλείνω ότι στην τελευταία ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ο ηλεκτρισμός από πέρυσι μέχρι φέτος ανέβηκε 18,9% και αν δείτε προσεκτικά τους 9 από τους 10 δείκτες που είχαν άνοδο, η άνοδός τους από τα ρούχα και τα παπούτσια μέχρι τα τρόφιμα, στο μεγαλύτερο μέρος οφείλεται στο ενεργειακό κόστος και έχουν ανέβει από 3-7%. Αυτό μας οδήγησε σε έναν πληθωρισμό που δεν είναι καθόλου εισαγόμενος αλλά είναι αποτέλεσμα σκληρών πολιτικών επιλογών την κυβέρνησης που στο τομέα της ενέργειας επιτρέπει με την πολιτική της και μανιπουλάρει κυριολεκτικά την μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου που έχει υπάρξει μεταπολεμικά στην Ελλάδα ευνοώντας ένα ολιγοπώλιο ενέργειας πέντε οικογενειών και της ΔΕΗ.
*Κωνσταντίνος Γάτσιος, Γραμματέα Τομέα Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής
Καλησπέρα σας. Καλό μήνα. Καλό φθινόπωρο, το οποίο μας θυμίζει ότι πράγματι οι εποχές αλλάζουν. Και δεν αλλάζουν μόνο οι χρονολογικές εποχές, αλλάζουν και οι πολιτικές εποχές. Και τώρα βιώνουμε το τέλος μιας εποχής, της εποχής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μιας κυβέρνησης η οποία έχει, στα μάτια του ελληνικού λαού, απονομιμοποιηθεί και πολιτικά και ηθικά. Και η οποία απέδειξε σε όλη αυτήν τη διάρκεια της εξαετίας ότι είναι κυρίως μια κυβέρνηση των διηγήσεων και όχι των μεταρρυθμίσεων. Των διηγήσεων και των επιδοτήσεων, οι οποίες επιδοτήσεις, όμως, προέρχονται από αφαίμαξη εισοδήματος των πολιτών και, μέσα από τις επιδοτήσεις, πάλι κατευθύνονται προς τα μεγάλα καρτέλ για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως, είτε της ενέργειας, είτε των τροφίμων. Υπάρχουν και νέμονται τον πλούτο της χώρας.
Επομένως, προτού ακούσουμε τη νέα αφήγηση του κ. Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, να δούμε τις προηγούμενες αφηγήσεις του και τι πραγματοποίησε από αυτές.
Να μιλήσω για τις επενδύσεις, που είναι σημαντικός αναπτυξιακός πυλώνας για μία χώρα. Χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη οιουδήποτε τύπου. Είμαστε τρία χρόνια μετά την ψήφιση του αναπτυξιακού νόμου το 2022 στη Βουλή, και από τα 13 θεσμικά καθεστώτα έχουν προκηρυχθεί μόνο 4. Όμως, το πιο σημαντικό, νομίζω, είναι ότι σε αυτά τα τρία χρόνια δεν έχει εκταμιευθεί ούτε ένα ευρώ. Και, όπως καταλαβαίνετε, δεν νοείται αναπτυξιακή πολιτική στην οποία ο επενδυτής περιμένει τέσσερα-πέντε χρόνια μέχρι να χρηματοδοτηθεί η επένδυσή του. Ουσιαστικά, το ελληνικό κράτος απουσιάζει από αυτήν την πτυχή της ανάπτυξης.
Και αντιστοιχία με αυτό, που αφορά και στην αφήγηση και στην υλοποίηση, είναι αυτό που συμβαίνει με τις στρατηγικές επενδύσεις. Υπάρχει, όπως γνωρίζετε, ο νόμος 4864/2021, με τον οποίο η κυβέρνηση δεσμεύθηκε ότι, για την αξιολόγηση και ένταξη στην κατηγορία στρατηγικών επενδύσεων, ο χρόνος που θα μεσολαβεί από την υποβολή μέχρι την ένταξη είναι 75 ημέρες, δηλαδή δυόμιση μήνες. Ποιος είναι ο πραγματικός μέσος όρος; Είναι πέντε μήνες; Είναι δεκαπέντε μήνες! Όπως καταλαβαίνετε, δεκαπέντε μήνες τεράστιος χρόνος γιατί αλλάζουν τα δεδομένα από τη στιγμή που υποβάλλεις μία πρόταση μέχρι τη στιγμή που η πρόταση αυτή θα αξιολογηθεί.
Επιπλέον, από τα 68 σχέδια τα οποία έχουν υποβληθεί, αξιολογηθεί και εγκριθεί -νομίζω ότι και άλλα πέντε έρχονται στο δρόμο- πόσα από αυτά έχουν υλοποιηθεί; Μόνο τρία! Άντε να γίνουν πέντε μέχρι το τέλος του χρόνου. Να γίνουν και δέκα; Τι να λέει;
Αν πάμε, τώρα, στις ξένες επενδύσεις στη χώρα, τότε θα δούμε ότι, ενώ είχε βάλει ένα στόχο η κυβέρνηση οι άμεσες ξένες επενδύσεις να είναι 4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 2024 ήταν 2,5% του ΑΕΠ. Και το πιο σημαντικό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ο όγκος. Είναι η ποιότητα, η δομή των επενδύσεων αυτών. Πού κατευθύνονται αυτές οι επενδύσεις;
Κατ’ αρχάς, αυτό που λέμε οι άμεσες επενδύσεις, δημιουργία νέων επιχειρήσεων, greenfield investment, κατευθύνονται, κυρίως, στην κατοικία και στις ξενοδοχειακές μονάδες. Επομένως, όπως καταλαβαίνετε, δεν κατευθύνονται στο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας. Και, επειδή επαίρεται πολλές φορές η κυβέρνηση ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μεταξύ 2019 και του 2023 αυξήθηκαν από το 10% στο 15% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά πέντε μονάδες, θα πρέπει να τους θυμίσουμε ότι, από αυτές τις πέντε μονάδες, μόνο 1% αφορά σε επιχειρήσεις. Βλέπετε πάλι ότι είναι η ποιότητα των επενδύσεων, που έχει κύρια σημασία και όχι τόσο η ποσότητα.
Ουσιαστικά, στην Ελλάδα υπάρχει, να ξέρετε, επενδυτική άπνοια. Και υπάρχει και αναπτυξιακή στασιμότητα. Το ανέφεραν και οι προηγούμενοι. Από το 2% αύξηση του ΑΕΠ ετησίως, το οποίο έχει να δείξει η Ελλάδα, το μισό από αυτό και παραπάνω οφείλεται σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Όταν, λοιπόν, αυτές τελειώσουν το 2026, ποιοι θα είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας; Γιατί, δεν είναι ενδογενής η ανάπτυξή της. Είναι χρηματοδοτούμενη από έξω. Αυτό είναι το μεγάλο της πρόβλημα.
Και, βεβαίως, και με το ενεργειακό κόστος στο οποίο προαναφέρθηκε και ο Πάρις (σ.σ. Κουκουλόπουλος) προηγουμένως και με το γεγονός ότι οι επενδύσεις είναι πολύ χαμηλές στον τομέα των βιομηχανιών, η βιομηχανία εξακολουθεί να έχει μία πολύ μικρή συμμετοχή στο ΑΕΠ της χώρας, γύρω στο 9,5%, όταν, θυμίζω, η κυβέρνηση επανειλημμένα και ο κ. Μητσοτάκης και στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης είχε προβλέψει ότι θα είναι γύρω στο 12% το 2025, φέτος, ενώ είναι 9,5%, και ότι θα φτάσει μέχρι 15% το 2030, το οποίο μου φαίνεται ανέφικτο.
Επομένως, αν πάμε σε ένα κομμάτι το οποίο αφορά σε επενδύσεις από επιχειρήσεις που κινούνται σε, αυτό που λέμε, τεχνολογικό όριο, προωθημένες δηλαδή επιχειρήσεις στον τεχνολογικό τομέα, και επενδύσεις οι οποίες είναι πολύ σημαντικές οι οποίες έχουν γίνει σε άλλες χώρες, όπως στη Σερβία, στην Ουγγαρία, στην Τουρκία, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με το πρόγραμμα «CHIPS» που έχουν βάλει για να προσελκύσουν τέτοιες επενδύσεις, αν συμβούν τέτοιες επενδύσεις στην Ελλάδα, θα αυξηθεί το διεθνές κύρος της ως επενδυτικού προορισμού και θα δημιουργηθεί και ένα οικοσύστημα επιχειρήσεων γύρω από αυτό.
Είχαμε, λοιπόν, σε αυτόν τον τομέα το 2020 μεγάλες τυμπανοκρουσίες ότι έρχεται η Microsoft στην Ελλάδα για να φτιάξει κέντρα. Αλλά, από τα τρία data centres, που δεν είναι κάποια σπουδαία τεχνολογία εδώ που τα λέμε, τα οποία ανακοινώθηκαν τότε, ένα έχει πραγματοποιηθεί. Τα υπόλοιπα δύο έχουν μείνει στην άκρη. Και το 2022, με μεγάλες τυμπανοκρουσίες, θα ερχόταν η Google στην Ελλάδα για να κάνει μία επένδυση 2 δισ. και να δημιουργήσει 20.000 νέες θέσεις εργασίες. Αυτή έχει πάει στα αζήτητα, δεν υπάρχει. Και, μάλιστα, έχει εγκαταλειφθεί επειδή η Google σχεδίαζε ότι δεν υπάρχει ανεπάρκεια υποδομών. Άρα, δεν έχει να κάνει με αυτήν. Έχει να κάνει με το ότι η κυβέρνηση δεν έχει δημιουργήσει τις απαραίτητες υποδομές για να μπορέσει η Google να έρθει.
Σχετικά με αυτές τις τεχνολογίες, υποσχέθηκε η κυβέρνηση το 2023 και από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης -μια άλλη αφήγηση του κ. Μητσοτάκη- ότι θα ευνοήσει τις start up εταιρείες. Τις εταιρείες τις οποίες ενισχύει από το οικοσύστημα των start up μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων και της golden visa για τέτοιου είδους επενδύσεις άνω των 250.000 ευρώ. Επίσης, το 2024, δηλαδή ένα χρόνο μετά, εξήγγειλε τη δημιουργία Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου για τη στήριξη start up εταιρειών και επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τι έχουμε σήμερα; Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο δεν έχει ιδρυθεί, μία αφήγηση από τις πολλές που δεν έχει υλοποιηθεί, και η golden visa για εταιρείες start up δεν έχει υλοποιηθεί.
Και, φτάνοντας προς το τέλος όσων έχω να σας πω, να πάω λιγάκι στις εξαγωγικές πιστώσεις και τις εξαγωγές. Είναι μεγάλο το θέμα αυτό, ιδιαίτερα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα της ρευστότητας. Το 2022 η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ενισχύσει τις εξαγωγές μέσω του εκσυγχρονισμού του Οργανισμού Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων. Και το 2022, μάλιστα, με τον νόμο 4918, ίδρυσε την Ελληνική Εταιρεία Εξαγωγικών Πιστώσεων (Export Credit Greece), η οποία προβλέπει την ενεργοποίηση επενδυτικού μηχανισμού. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2024 η Ελλάδα δήλωσε μηδενικές εξαγωγικές πιστώσεις. Δεν ξέρω αν έδωσε εξαγωγικές πιστώσεις με άλλον τρόπο, αλλά στον ΟΟΣΑ δήλωσε μηδέν.
Οι εξαγωγικές πιστώσεις, επαναλαμβάνω, είναι πολύ σημαντικό θέμα για τις επιχειρήσεις και, ακόμη και όταν πάρουν τέτοιου είδους εγγυητική επιστολή από τις τράπεζες -είναι πολύ ακριβό, γύρω στο 5-8% αυτό που πρέπει να πληρώσουν για να πάρουν εγγυητική επιστολή, άσχετα εάν υπάρχει και ο εγγυοδοτικός μηχανισμός που πάει ένα επίπεδο παραπάνω και πληρώνεις πολύ περισσότερο-. Για αυτό χρειαζόταν αυτός ο οργανισμός. Δεν έγινε. Σήμερα εκκρεμεί υπουργική απόφαση για την ενεργοποίηση εγγυοδοτικού μηχανισμού ύψους 1,7 δισ. Απλώς δεν έχει γίνει και λιμνάζουν 200.000 ευρώ εξαγωγικών πιστώσεων.
Τέλος, μια άλλη αφήγηση, είπε ότι θα διευκολύνει το εμπόριο η κυβέρνηση. Το 2020 σύστησε στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους την Κυβερνητική Επιτροπή Διευκόλυνσης του Εμπορίου για το συντονισμό των δράσεων για τη διευκόλυνση του εμπορίου. Το 2022 υιοθέτηση οδικό χάρτη διευκόλυνσης του εμπορίου για το χρονικό διάστημα του Ταμείου Ανάκαμψης μέχρι το 2026. Παρά ταύτα, το 2024 έργα για τη διευκόλυνση του εμπορίου αφαιρούνται, όπως ανέφερε προηγουμένως και ο Παύλος (σ.σ. Γερουλάνος) από το Ταμείο Ανάκαμψης χωρίς να μας εξηγήσουν γιατί έπραξαν κάτι τέτοιο.
Επομένως, εκείνο το οποίο παρατηρούμε είναι μια σειρά αφηγήσεων οι οποίες δεν υλοποιούνται ή υλοποιούνται μερικώς και πολύ λίγο μερικώς, Παρατηρούμε μία κυβέρνηση της οποίας της αρέσει να λέει πράγματα, αλλά δεν της αρέσει να κάνει πράγματα. Και είμαστε σε μία περίοδο, όπου αυτό, νομίζω, έχει γίνει αντιληπτό.
Κλείνω με το εξής. Πολλές φορές, ξέρετε, ακούω να λέει για αναπτυξιακά, ότι έχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα λοιπά, χωρίς να προσδιορίζει πόσο από αυτό οφείλεται σε εγγενή οικονομική δραστηριότητα και πόσο είναι χρηματοδοτούμενο από το εξωτερικό. Το δεύτερο, λέει, δανειζόμαστε φθηνά. Αλλά, ξεχνά να πει, ταυτόχρονα, ότι 70% του χρέους της χώρας είναι εκτός αγορών, είναι στα χέρια θεσμικών πιστωτών, όπως είναι οι κυβερνήσεις. Επομένως, η εικόνα που παρουσιάζει είναι μια εικόνα η οποία δεν είναι μια εικόνα που έχουν για την Ελλάδα στο εξωτερικό σαφέστατα, όπως αυτό ακριβώς ήθελε να εμφανίσει στους Δελφούς, και, βεβαίως, δεν είναι η εικόνα την οποία θα πρέπει να αποδεχθούμε ως μια κανονικότητα για τη χώρα.
*Γιώργος Παλαιοδήμος, Γραμματέα Τομέα Οικονομικών ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως ένα αναπτυξιακό θαύμα, το οποίο όμως θεωρούμε ότι είναι θολό. Παρά την προφανή εισροή κοινοτικό πόρων – και ευρύτερα πόρων από το εξωτερικό προς την ελληνική οικονομία, τα τελευταία χρόνια-, το πραγματικό ΑΕΠ δεν έχει καταφέρει να επανέλθει στα επίπεδα του 2010. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης παραμένει στο 2%, το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει μετά το 2026.
Το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο στηρίζεται στην άνιση διανομή του εισοδήματος. Μια διεθνής σύγκριση είναι χαρακτηριστική και αποκαλύπτει ότι οι κυβερνητικές επιλογές έχουν οδηγήσει, ώστε το μερίδιο των μισθών στην Ελλάδα να είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το μερίδιο των κερδών είναι το τρίτο υψηλότερο. Είναι φυσικό επακόλουθο πως μια τέτοια ψαλίδα οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση το μερίδιο του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Επίσης, η χώρα δυσκολεύεται να πετύχει έναν μεγάλο στόχο, τον στόχο της πραγματικής σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και αυτό γιατί αναφερόμαστε στις επιδόσεις που φτάνουν στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά διαρκώς αγνοούμε ότι και άλλες οικονομίες, οι οποίες μπήκαν μετά από εμάς στην ΕΕ, τρέχουν σαν ελατήριο, ενώ εμείς θα έπρεπε να είμαστε το ελατήριο μετά τα δέκα χρόνια οικονομικής προσαρμογής.
Η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα έχει οδηγήσει σε ένα σταθερά αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, που επιβαρύνει τα νοικοκυριά. Ο πληθωρισμός στη χώρα μας παραμένει επίμονα υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο από το 2024. Οι τιμές υπηρεσιών και τροφίμων συνεχίζουν να αυξάνονται και σωρευτικά φτάνουν το 38%. Αυτό πλήττει κυρίως χαμηλότερα εισοδήματα, που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά.
Παράλληλα, οι αυξήσεις στα ενοίκια και οι τιμές ακινήτων έχουν μετατρέψει το κόστος στέγασης σε δυσβάστακτο βάρος για χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά νοικοκυριά.
Αυτό που είναι επίσης πολύ σημαντικό να τονιστεί είναι πως και σε διαρθρωτικούς όρους η προσαρμογή δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να γίνει, καθώς και στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας τα προβλήματα παραμένουν. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η οποία ανέρχεται σταθερά σε -6% και δεν υπάρχει κάποια προοπτική μείωσής του στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική, πολλά έχουν λεχθεί. Η κυβέρνηση επιδιώκει την επίτευξη υπερπλεονασμάτων με στόχο παρεμβάσεις επιδοματικού χαρακτήρα, μακριά από την προώθηση παραγωγικών παρεμβάσεων που θα οδηγούσαν σε αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και σε μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Η παρατηρούμενη υπεραπόδοση βασίζεται κυρίως στην υπερφορολόγηση και στη συγκράτηση των δαπανών.
Είναι σήμερα αποδεκτό ότι η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας έχει οδηγήσει σε υπέρμετρη φορολόγηση και επιβάρυνση, κυρίως τα μεσαία εισοδήματα. Ενδεικτική της σημασίας για το ύψος των εσόδων είναι μελέτη συστημικής τράπεζας, σύμφωνα με την οποία, αν είχε εφαρμοστεί τιμαριθμοποίηση, τα φορολογικά έσοδα του 2023 θα ήταν χαμηλότερα κατά περίπου 9%. Ενώ ακόμα και ένα σενάριο μερικής τιμαριθμοποίησης, δεν φαίνεται να απειλεί την επίτευξη των απαιτούμενων δημοσιονομικών στόχων.
Απόρροια της υπερφορολόγησης της εργασίας αποτελεί ότι η κυβέρνηση έχει φορολογήσει υπέρμετρα τα νοικοκυριά με παιδιά, συγκριτικά περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Πλέον θωρούμε οποιαδήποτε αντίδραση της κυβέρνησης σε αυτό το σημείο ότι έρχεται πάρα πολύ αργά.
Στο σκέλος των έμμεσων φόρων, η υπεραπόδοση οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα η αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων, που είχε διαμορφωθεί στο 1,5 προς 1, στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι ακριβώς 1 προς 1. Πρόκειται για μια ξεκάθαρα άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Πέρα από τη δημοσιονομική υπεραπόδοση, αυτό που σε εμάς φαίνεται εξαιρετικά οξύμωρο είναι και το γεγονός ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου προς ιδιώτες έχουν επανέλθει σε ανησυχητικά επίπεδα που θυμίζουν περιόδους κρίσης, στερώντας από την πραγματική οικονομία αρκετά δισεκατομμύρια.
Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, η κερδοφορία δεν συμβαδίζει με τη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας, καθώς το περιθώριο επιτοκίων στην Ελλάδα είναι σχεδόν δυόμιση φορές υψηλότερο στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, γεγονός το οποίο έχει άμεση επίπτωση στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του πρωτογενούς τομέα, ο οποίος πλήττεται πολλαπλώς, είτε από την πλευρά του κόστους παραγωγής, είτε λόγω της κλιματικής αλλαγής, είτε λόγω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ταυτόχρονα, οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος συναλλαγών και αντιμετωπίζουν μια πολύ περιορισμένη τραπεζική πρόσβαση.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω για ακόμα μία φορά ότι οι τρέχουσες ευνοϊκές συνθήκες έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τη συγκυρία. Η Ελλάδα πλέον χρειάζεται ένα αναπτυξιακό πρότυπο πολυθεματικό, πέρα και πάνω από τον τουρισμό, με οδηγό την κοινωνική συμπερίληψη, τη βιωσιμότητα και τη διάχυση της ευημερίας σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Στόχος θα πρέπει να είναι η εύρυθμη λειτουργία των αγορών προς όφελος των καταναλωτών, η προώθηση της καινοτομίας, της έρευνας και τεχνολογίας, καθώς και η διαρκής προσπάθεια για εξέλιξη και βελτίωση των δυνατοτήτων του εργατικού δυναμικού. Αυτό θέτει τις προϋποθέσεις για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με απώτερο στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων. Σε αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση δεν έχει να προσφέρει τίποτα.
*Μανόλης Χνάρης, υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής
Ο πρωτογενής και κατ’ επέκταση ο αγροτικός τομέας που αποτελεί τον σταθερό και πραγματικό πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας και συγχρόνως διασφαλίζει την επισιτιστική επάρκεια της χώρας συστηματικά και ξεκάθαρα υπονομεύεται από την αδιαφάνεια, την αδράνεια και την έλλειψη στρατηγικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας. Σήμερα, παρουσιάζουμε με στοιχεία και τεκμηρίωση τα σοβαρά λάθη και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα.
Δεν πρόκειται για αντιπολιτευτική ρητορική. Μεταφέρουμε την αγωνία του αγροτικού κόσμου της χώρας που βλέπει μια ύπαιθρο η οποία αργοσβήνει. Η ελληνική ύπαιθρος γερνάει. Η ηλικιακή σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού παρουσιάζει σοβαρές ανισορροπίες. Το 64,3% των αρχηγών των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι πάνω από 55 ετών, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 57,3%. Ενώ ο μέσος όρος των νέων αρχηγών εκμεταλλεύσεων κάτω από τα 35 ετών είναι μόλις 3,5% σε αντίθεση με την Ε.Ε. όπου είναι 6,5% και σε επιμέρους χώρες πολύ υψηλότερος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Στην ουσία η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το παραγωγικό της μέλλον. Είναι ενδεικτικό ότι το πρόγραμμα Νέων Αγροτών, δηλαδή πρώτης εγκατάστασης, το οποίο προκηρύχθηκε το 2025 είχε μόνο 6.500 αιτήσεις, σε αντίθεση με εκείνο του 2021 ή παλαιότερα προγράμματα που είχαν 17.500 περίπου αιτήσεις. Αυτό δείχνει ότι ο νέος άνθρωπος δεν βλέπει προοπτική και μέλλον στον αγροτικό τομέα.
Στην αγροτική εκπαίδευση, η χώρα μας καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αγροτικής εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόλις ο 0,7% των Ελλήνων αγροτών διαθέτει πλήρη αγροτική εκπαίδευση, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στο 10%. Το 94,1% βασίζεται αποκλειστικά στην πρακτική εμπειρία. Η Ελλάδα κατατάσσεται 26η στους 27, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία.
Ως προς το γεωργικό εισόδημα, σύμφωνα με τη Eurostat, το καθαρό κέρδος που παράγεται από τη γεωργική δραστηριότητα της εκμετάλλευσης την περίοδο 2020-2024 στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 8,4%, όταν στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 7,86%.
Επίσης, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατά 28,5% σε σχέση με το 2020. Ενδεικτικά, στα λιπάσματα +47,2%, στις ζωοτροφές +33%, στην ενέργεια +32,3%, στα γεωργικά φάρμακα +15,2% και στα κτηνιατρικά φάρμακα 17,3%. Δηλαδή η αγροτική δραστηριότητα καθίσταται μη βιώσιμη οδηγώντας σε μείωση της παραγωγής και εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Η έλλειψη εργατών γης επίσης είναι ένα πολύ σημαντικό και διαρθρωτικό πρόβλημα, το οποίο στην ουσία δεν κοστίζει. Έχουμε ανάγκη για πάνω από 70 χιλιάδες θέσεις εργασίας, οι οποίες δεν έχουν αντίκτυπο μόνο στη μείωση της παραγωγικής διαδικασίας, -δηλαδή ένας αγρότης ενώ έχει δυνατότητα να καλλιεργήσει 50 στρέμματα, όταν δεν έχει εργάτη γης θα καλλιεργήσει τελικά 30 στρέμματα-, αλλά έχει και άμεσο αντίκτυπο στην αύξηση του κόστους παραγωγής. Η μη απλοποίηση των διαδικασιών για τη νομιμοποίηση των πολιτών από τρίτες χώρες, η υποστελέχωση σημαντικών υπηρεσιών, όπως τα τμήματα αλλοδαπών και οι πρεσβείες μας στο εξωτερικό, παρόλο που υπάρχουν διακρατικές συμφωνίες, όλες αυτές οι νομιμοποιήσεις δεν προχωρούν. Η κυβέρνηση το συγκεκριμένο θέμα το βλέπει καθαρά ιδεοληπτικά και όχι βάσει των αναγκών του αγροτικού κόσμου. Είναι ενδεικτικό ότι με το σχέδιο νόμου που φέρνει αυτές τις ημέρες ο κ. Πλεύρης στη Βουλή, καταργείται μια σημαντική διάταξη που ψηφίστηκε πριν δύο χρόνια -την είχαμε ψηφίσει και εμείς- με την οποία έδινε τη δυνατότητα σε παράτυπους διαμένοντες μετανάστες, οι οποίοι μπορούσαν να παραμείνουν επτά συνεχή έτη και να μπορούν να δουλέψουν νόμιμα. Αυτή τη στιγμή, καταργεί αυτή τη διάταξη, και χιλιάδες νόμιμοι μετανάστες εργάτες γης θα φύγουν τώρα από τη δουλειά τους, χωρίς καμία πρόβλεψη για αντικατάσταση και χωρίς καμία διαβούλευση με τον αγροτικό κόσμο. Και αναρωτιέμαι αν ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης συμφωνεί με αυτό το σχέδιο νόμου.
Επίσης, η ψηφιακή γεωργία στην ουσία παραμένει ένα ευχολόγιο. Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, δεν υπάρχει καν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Από τα 23 έργα ψηφιακού μετασχηματισμού που αφορούν στον αγροτικό τομέα, μόλις 2 έχουν ολοκληρωθεί, 12 βρίσκονται σε εξέλιξη, 8 δεν έχουν ξεκινήσει καθόλου και ένα έχει απενταχθεί. Πρόκειται για έργα ζωτικής σημασίας για τον εκσυγχρονισμό οργανισμών, όπως είναι ο ΕΛΓΑ, ο ΟΠΕΚΕΠΕ και οι υπηρεσίες του Υπουργείου, καθώς και για την ασφάλεια των τροφίμων, της αλιείας και της κτηνοτροφίας.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι οι ζωονόσοι. Εδώ και ένα χρόνο, η ευλογιά και η πανώλη έχουν προσβάλει πάνω από 835 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και έχουν προκληθεί πάνω από 200 χιλιάδες θανατώσεις ζώων. Δεν υπάρχει σοβαρή κτηνιατρική υποδομή. Υπάρχει πλήρης υποστελέχωση των πυλών εισόδου της χώρας και από άποψη εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και τεχνολογικού εξοπλισμού.
Ακόμη, εντοπίζονται δυσλειτουργίες στη βάση δεδομένων, καθυστερήσεις στους ελέγχους και στις αποζημιώσεις χωρίς να έχει προχωρήσει καθόλου η αντικατάσταση του ζωικού κεφαλαίου. Δηλαδή εκατοντάδες κτηνοτρόφοι στη χώρα μας έχουν μείνει στην ουσία χωρίς επάγγελμα. Επίσης, ένα από τα εμβληματικότερα ΠΟΠ προϊόντα όπως είναι η φέτα κινδυνεύει γιατί δεν υπάρχει γάλα.
Ο ΕΛΓΑ είναι ένας απαρχαιωμένος κανονισμός. Φανταστείτε ότι τελευταία τροποποίηση έγινε το 2011, έχουμε φτάσει σήμερα με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να είναι παρούσες και να μην μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις. Ένας οργανισμός που είναι πλήρως υποστελεχωμένος, υπάρχει υστέρηση πρόληψης και τεχνολογικής αναβάθμισης. Η κλιματική κρίση είναι μπροστά μας.
Προσωπικά έχω ακούσει στο σύνολο τους υπουργούς αυτής της κυβέρνησης, όλης της κυβερνητικής θητείας, να εξαγγέλλουν τροποποίηση του κανονισμού του ΕΛΓΑ. Μέχρι στιγμής, δεν το έχουν πράξει.
Όσον αφορά στις ευρωπαϊκές ενισχύσεις, που αποτελούν ένα συμπληρωματικό εισόδημα των αγροτών, τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαια, σωστά και στην ώρα τους. Βρισκόμαστε στον Σεπτέμβριο του 2025, δηλαδή ενάμιση μήνα πριν την καταβολή της προκαταβολής, η οποία στην ουσία αιωρείται, και ακόμα οφείλονται πάνω από 300 εκατομμύρια ευρώ στους αγρότες από τις ενισχύσεις του 2024.
Είμαστε η μόνη χώρα που ο αγρότης δεν ξέρει την αξία των δικαιωμάτων, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών και την ακριβή διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα κατάθεσης των δηλώσεων του ΟΣΔΕ. Είναι ξεκάθαρο ότι η διάλυση του ΟΠΕΚΕΠΕ και η καταλήστευση του αποθέματος πλήττουν τους νέους αγρότες.
Έρχομαι στο θέμα του νερού. Η ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων, όχι απλώς είναι αναγκαία, αλλά είναι ζήτημα επιβίωσης. Η μόνη σπουδή της κυβέρνησης ήταν η ίδρυση ανώνυμης εταιρείας για τη διαχείριση των νερών της Θεσσαλίας κόντρα στη νομολογία του ΣτΕ, που λέει ότι η διαχείριση του νερού πρέπει να γίνεται από το κράτος, και προάγγελο για άλλες περιφέρειες. Ανοίγει στην ουσία μια κερκόπορτα για την ιδιωτικοποίηση του νερού μέσα από τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
Μεγάλα κυβερνητικά έργα παραμένουν ημιτελή και εγκαταλελειμμένα. Οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) συνεχίζουν να εξαρτώνται ενεργειακά από το δίκτυο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, την αύξηση του κόστους του νερού για τους αγρότες. Καμία προτεραιότητα για ενεργειακές κοινότητες ούτε για τους αγρότες ούτε για τους ΤΟΕΒ, το οποίο είναι ένα ζητούμενο. Απουσία κλειστών, υπό πίεση, αγροτικών δικτύων. Όλα αυτά οδηγούν σε μεγάλες απώλειες νερού.
Όσον αφορά στην αλιεία, η κυβέρνηση σχεδιάζει απαγορεύσεις χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, δεν ρυθμίζει την ερασιτεχνική αλιεία, δεν ολοκληρώνει τον χωροταξικό σχεδιασμό των υδατοκαλλιεργειών και δεν αξιοποιεί το πρόγραμμα Αλιείας, Υδατοκαλλιεργειών και Θάλασσας για παραγωγικές επενδύσεις.
Τέλος, οι αγρότες, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αλιείς δεν ζητούν ελεημοσύνη, ζητούν το αυτονόητο. Και το αυτονόητο είναι η στήριξη, η δικαιοσύνη και η προοπτική για τη συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας, για τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους και για να μπορούν να διαβιούν στην ύπαιθρο αξιοπρεπώς.
Ακολούθησε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις