Στην πρώτη σκηνή της νέας ταινίας του Τόμας Βίντερμπεργκ με τίτλο “Another Round” παραλυμένοι από το αλκοόλ νέοι τρέχουν μανιασμένοι και πίνουν μπύρες σε έναν αγώνα ταχύτητας και αντοχής με φόντο ένα παραλίμνιο δανέζικο τοπίο. Λίγο αργότερα τέσσερις σαραντάρηδες φίλοι, κουρασμένοι από την ανιαρή καθημερινότητα τους, την συμβατική οικογενειακή ζωή και τις νόρμες που τους περιβάλλουν και τους καθηλώνουν στην κατάρα της “μετριότητας” επικαλούνται ένα αμφίβολης γνησιότητας φιλοσοφικό θεώρημα που μέσα στις άκρες ορίζει ότι ο άνθρωπος υπό την επίδραση μιας συγκεκριμένης ποσότητας αλκοόλ φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο λειτουργικότητας, κοινωνικότητας και παραγωγικότητας μέσα στην μέρα του.

Άλλος ένας γύρος…νεότητας

Μεταξύ των αχαλίνωτων νέων που γλεντοκοπάνε στην “κούρσα αλκοόλ” της πρώτης σεκάνς και της “αλκοολικής κατρακύλας” της παρέας των μεσόκοπων φίλων που θα ξετυλιχτεί γεμάτη ένταση και ηλεκτρισμό στο μήκος της υπόλοιπης ταινίας, ο Βίντερμπεργκ “κρύβει” προσεκτικά και διακριτικά τον κεντρικό θεματικό άξονα της ταινίας του. Ο οποίος φυσικά (και ευτυχώς) δεν έχει καμία σχέση με την “μικροαστική” ανάγνωση περί “κακών εθισμών” και “βλαβερών ξυδιών”. 

Το “Another Round” (“Άσπρος Πάτος”) θα έλεγε κανείς ότι παραπέμπει ακόμα και σαν τίτλος στην ανάγκη των ηρώων για έναν ακόμα γύρο νεανικής ανεμελιάς και ελευθεριακού ξεσπάσματος. Στην τελική έχουμε να κάνουμε με μια ταινία αφιερωμένη στην “δίψα” για την χαμένη νιότη παρά στην δίψα που προκαλεί ένα κοκτέιλ “μπόμπα” σαν αυτά που μηχανεύεται το εν λόγω παρεάκι για να κάνει καλό κεφάλι. 

Η διακριτική γοητεία της ταινίας του Βίντερμπεργκ εντοπίζεται στον ευφυή τρόπο που ακροβατεί μεταξύ της απεικόνισης των κωμικοτραγικών μεθυσιών και της συνεπακόλουθης “παρακμής” των ηρώων από την μια, και της λυτρωτικής διάστασης που λαμβάνει το “αλκοολικό” τους πείραμα ως έναυσμα υπέρβασης όλων εκείνων των παραμέτρων που τους βυθίζουν σε έναν φαύλο κύκλο από την άλλη.

Εκεί έρχεται και δένει η μόνιμη διάθεση κριτικής του Βίντερμπεργκ απέναντι σε οτιδήποτε τείνει να λάβει την μορφή καταπιεστικού “συστήματος” και “καθεστώτος”, με την οικογένεια να έχει εκ νέου την τιμητική της υπό ένα πρίσμα περισσότερο light και κωμικό (δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ακόμα την “Οικογενειακή Γιορτή“) , αλλά εξίσου καθοριστικό, κομβικό και δραματικό, ειδικά στην περίπτωση του χαρακτήρα που υποδύεται ο εξαιρετικός Μαντς Μίκελσεν.

Η νιότη το όνειρο, ο έρωτας το περιεχόμενο του ονείρου

Όλο το έργο βασισμένο στην “κιργκρεγκοριανή” θεώρηση που θέλει “την νιότη να είναι όνειρο και τον έρωτα το περιεχόμενο αυτού του ονείρου”, μεταμφιέζεται διαρκώς στην διάρκεια του από γλυκόπικρη κωμωδία των χαμένων ονείρων (πόσο έξυπνες οι αναφορές σε διάσημους αλκοολικούς – ο Χέμινγουεϊ και ο Τσόρτσιλ έχουν την τιμητική τους) σε αρχετυπικό υπαρξιακό οικογενειακό δράμα ή σε κοινωνική σάτιρα (δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε να κάνουμε με 4 καθηγητές που εμπλέκονται άμεσα με το εκπαιδευτικό σύστημα άρα και με την νεότητα). Αυτό που μένει, όμως, και συνοψίζει εύγλωττα και συνοπτικά την ταινία είναι η λέξη “ξέσπασμα”. 

Ξέσπασμα απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς μηχανισμούς καταπίεσης και καταστολής. Απέναντι στον καθωσπρεπισμό και την σοβαροφάνεια. Ξέσπασμα στην τελική απέναντι στην ίδια την φθορά, το γήρας και μακροπρόθεσμα ή και όχι τόσο μακροπρόθεσμα τον θάνατο. Ξέσπασμα το οποίο συνοψίζεται σπαρακτικά και λυτρωτικά στο παρτάρισμα του φινάλε και στον απελευθερωμένο χορό των τριών (πλέον) μπαρμπάδων μαζί με την πιτσιρικαρία. 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΛΕΝΝΑΣ

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις