Χθες, οι Γερμανοί ψηφοφόροι επέλεξαν να αλλάξουν τον εκλογικό χάρτη της χώρας τους.

Η πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακή Γερμανία ανέδειξε τη συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) πρώτη δύναμη, ενώ στην αυτοκαταλυθείσα Λαοκρατική Γερμανία το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) επεκράτησε σε πολλά κρατίδια, συγκεντρώνοντας άνω του 30% των ψήφων.

Συνολικά (σε παγγερμανικό επίπεδο), η κεντροδεξιά συμμαχία έλαβε το 28,5%, υιοθετώντας μία ατζέντα με επίκεντρο αφ’ ενός το μεταναστευτικό (προνομιακό πεδίο για τους ακροδεξιούς/ευρωσκεπτικιστές της γηραιάς ηπείρου) και αφ’ ετέρου την ανάκαμψη της κλυδωνιζόμενης οικονομίας. Αυτό ήταν και το αδύναμο σημείο των τριών κυβερνητικών κομμάτων της απερχόμενης κυβέρνησης.

Η γερμανική οικονομία, που αποτελούσε κάποτε την ατμομηχανή της Ευρώπης, κινδυνεύει να εισέλθει σε μία τρίτη χρονιά ύφεσης, προκαλώντας την έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια. Αυτή αποτυπώθηκε στην κάλπη, καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) «επέτυχαν» το χειρότερο αποτέλεσμα των τελευταίων 100 και πλέον ετών, συγκεντρώνοντας μόλις τo 16,4% των ψήφων, ενώ οι κυβερνητικοί τους εταίροι Πράσινοι κατάφεραν να κρατηθούν στο 11,6%, χάνοντας κάτι περισσότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτοί που κυριολεκτικά καταποντίστηκαν ήταν οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι έμειναν εκτός της Κάτω Βουλής, καθώς το ποσοστό τους συρρικνώθηκε από το 11,4% στο 4,3%. Οι πολίτες τους τιμώρησαν, καθώς ήταν υπεύθυνοι για την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού και την πολύμηνη ακυβερνησία, ενώ ο αρχηγός τους Κρίστιαν Λίντνερ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πολιτική.

Στα αξιοσημείωτα των χθεσινών εκλογών ήταν αφ’ ενός η ανάκαμψη της Αριστεράς (Die Linke), που συγκέντρωσε το απροσδόκητα υψηλό 8,8%, κερδίζοντας και το παραδοσιακά «κόκκινο» Βερολίνο (με ποσοστό που αγγίζει το 20%), και αφ’ ετέρου η εκλογική αποτυχία της φιλορωσσικής Λίστας Σάρα Βάγκενκνέχτ, που δεν κατόρθωσε να επαναλάβει το καλό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του 2024 και έμεινε εκτός Βουλής. Είναι δε αμφίβολο κατά πόσον θα μπορέσει να διατηρηθεί πολιτικά.

Αν και η Κεντροδεξιά σημείωσε άνοδο 4,4% και ο Φρίντριχ Μέρτς θα είναι ο επόμενος καγκελλάριος, το ποσοστό της δεν ήταν καλό, αλλά έπιασε το χαμηλότερο όριο των δημοσκοπήσεων, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι ψηφοφόροι δεν της έδωσαν «λευκή κάρτα», πιθανότατα λόγω του προεκλογικού φλερτ με την Ακροδεξιά. Μάλιστα, δεν κατάφερε να κερδίσει κανένα κρατίδιο στα ανατολικά. Το AfD θα καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς, παρ’ όλο το ποσοστό ρεκόρ που συγκέντρωσε μεταπολεμικά (φθάνοντας το 20,8%), βρίσκεται σε πολιτική απομόνωση, εφ’ όσον ο Μέρτς δήλωσε πως δεν πρόκειται να συνεργαστεί μαζί του. Επομένως, θα «παραβιάσει» τη συνήθη πρακτική της συνεργασίας των δύο πρώτων κομμάτων, συμμαχώντας αναγκαστικά με τους τρίτους Σοσιαλδημοκράτες.

Οι διεργασίες δεν μπορούν να λάβουν τη συνήθη, χρονοβόρα, έκταση, καθώς τα προβλήματα (τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον) επείγουν και ο σχηματισμός κυβέρνησης πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν. Ο Μέρτς υπεσχέθη ότι αυτό θα συμβεί έως το Πάσχα, δηλαδή τις 20 Απριλίου. Τότε, θα υπάρξει μία πρώτη σαφής εικόνα για την πορεία που θα λάβει η νέα κυβέρνηση, καθώς ο αμερικανόφιλος Μέρτς, που υπήρξε θαυμαστής του Ρόναλντ Ρέηγκαν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη νέα εξωτερική πολιτική του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία η Ευρώπη δεν φαίνεται να καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση.

*Γράφει ο Δρ. Ιωάν. Σ. Παπαφλωράτος Νομικός-Διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών

Ειδήσεις σήμερα:

Αργυρούπολη: Με “άρωμα” Greek Mafia ο εμπρησμός του βενζινάδικου (Βίντεο)

Τέμπη: Νέο ηχητικό ντοκουμέντο από τη νύχτα της τραγωδίας – Το αγωνιώδες τηλεφώνημα φοιτητή στο 112

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις