Ο θρυλικός τραγουδιστής Βασίλης Καρράς, με την καριέρα 50 χρόνων στο λαϊκό τραγούδι, τις αμέτρητες επιτυχίες και τη δύσκολη ζωή, μίλησε το “Ενώπιος Ενωπίω” και έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για την πορεία του στη μουσική και την προσωπική του ζωή.

Ο Βασίλης Καρράς έχει γράψει ιστορία στο λαϊκό τραγούδι. Ένα παιδί που κατέβηκε από τη βόρεια Ελλάδα την Αθήνα και κατάφερε να μπει στην ψυχή και το σπίτι χιλιάδων Ελλήνων. Δεν είναι τυχαία τα προσωνύμια με τα οποία τον έχουν αποκαλέσει: ”Άρχοντας της καψούρας”, ”Βασιλιάς” και ”Ψυχολόγος”, διότι τα τραγούδια του αγγίζουν κυρίως τους χωρισμένους.

“Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει και τον πρόλαβα στο τσακ”

“Είναι ένα μικρό βιβλίο όλο αυτό που χρειάζεται για να πω τι αισθάνομαι. Εισέπραξα πίκρα, πόνο, στεναχώρια και μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, τότε γίνεσαι μεγάλος. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει και τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, στην καθημερινότητά σου, όλα τα κερδίζεις”, είπε χαρακτηριστικά.

“Κανενός ξεκίνημα δεν είναι απλό. Τους πρώτους δίσκους τους έβγαζα μόνος μου, τους πρώτου δέκα δίσκους. Με έπιασε η αστυνομία με τον αδερφό μου να κολλάμε αφίσες και μόλις είδαν ποιος είμαι κατάλαβαν. Έκανα τρεις δουλειές, ήμουν μουτζούρης αυτοκινήτων και το σαββατοκύριακο τραγούδαγα. Το 1978 με έφερε ο Μίμης Πλέσσας σε εταιρία και λέει εγώ θα γράψω τα μισά τραγούδια και θα τον στηρίξουμε. Λένε μόλις κλείσαμε λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Ξαναγύρισα πίσω περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα. Η πόρτα όμως δεν χτυπάει αν δεν χτυπήσεις εσύ”.

Έχασε τον πατέρα του στα 17

“Το 1959 είμαι 8-9 χρονών και είχε βγει “Το τελευταίο βράδυ μου” του Καζαντζίδη και το έχω μάθει απέξω. Πήγα και έσπασα ένα μπολ στο σπίτι και το έκανα ηχείο και φωνάζω τους φίλους μου και κάνουμε μπάντα. Έρχεται η μάνα μου, ξύλο, όσο πιο πολύ με βάραγε, τότε περισσότερο ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Η μαμά μου τραγούδαγε παραδοσιακά πάρα πολύ ωραία. Έκανα αμέτρητες δουλειές στη ζωή μου, έπειτα έχασα τον πατέρα μου στα 17, ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια”, πρόσθεσε και επεσήμανε:

“Πήγαινα στα σπίτια που καθάριζε η μητέρα μου να τη βοηθήσω και δεν ήθελε, στεναχωριόταν. Η πρώτη επαγγελματική ενασχόληση ήταν όταν ένα βράδυ, πάμε σε ένα ταβερνάκι με την παρέα μου και αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί και είναι ένας μουσικός και μου λέει δεν έρχεσαι τα Σάββατα να λες κανένα τραγουδάκι. Λέω ντρέπομαι. Ήταν ένα μαγαζί που χώραγε 150 άτομα και έλεγαν λαϊκά και ποντιακά. Στην πρεμιέρα ήρθε όσος κόσμος έρχεται και σήμερα στις πρεμιέρες μου. Ήρθε όλη η γειτονιά, έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί. Εκεί άρχισα να νιώθω τη φλόγα. Την άλλη δουλειά δεν την παρατούσα”.

“Άλλαζα ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο”

“Το 1976 άφησα την άλλη δουλειά. Έκανα 4 εμφανίσεις τη βραδιά, άλλαζα ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν δύσκολος ο δρόμος να ανοίξει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Το είχα βάλει στόχο να το καταφέρω και είμαι σε ένα γραφείο μέσα, έχω φάει ένα πούλημα καλό, μεγάλο παραμύθι, εγώ είπα όμως δεν πειράζει. Έρχεται ένας τύπος που μου άρεσε η φάτσα του. Λέω ποιος είναι αυτός. Είχε ένα μαγαζί στο τέρμα της Πατησίων. Του λέω ποιον έχεις μέσα, τον Τζίμη Πανούση μου λέει και τελειώνει αύριο. Ωραία λέω, ξεκινάμε τη Δευτέρα. Κάνω 15 μέρες εκεί κα πήραν άλλη τροπή τα πράγματα και άρχισα να κατεβαίνω στην Αθήνα“, είπε.

Ο Βασίλης Καρράς, εκτός από το τραγούδι, έχει βρει την ψυχική του ηρεμία κοντά στη φύση, καθώς έχει φτιάξει μια φάρμα στο Κοκκινοχώρι Καβάλας. Έχει επίσης ένα ιδιαίτερο χόμπι, να συλλέγει αυτοκίνητα αντίκες!

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις