Φοίβος Δεληβοριάς: «Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου» – Συγκινεί για τον Διονύση Σαββόπουλο

Οι δύο καλλιτέχνες υπήρξαν στενοί φίλοι και συνεργάτες

Φοίβος Δεληβοριάς: «Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου» – Συγκινεί για τον Διονύση Σαββόπουλο
NDPPHOTO / NDP PHOTO

Με ένα βαθιά προσωπικό και συγκινητικό κείμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Φοίβος Δεληβοριάς απέτισε φόρο τιμής στον Διονύση Σαββόπουλο, τον σπουδαίο τραγουδοποιό που, όπως παραδέχεται, καθόρισε όχι μόνο τη δική του μουσική πορεία, αλλά και τη σκέψη ολόκληρης της γενιάς του.

Παρά το γεγονός ότι ένιωθε «προετοιμασμένος» για την απώλεια του μέντορά του, βρέθηκε, όπως γράφει, «εντελώς απροετοίμαστος» μπροστά στο τετελεσμένο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Διαβάστε επίσης: Διονύσης Σαββόπουλος: Όσα είχε πει για τη συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου και το «Με αεροπλάνα και βαπόρια» (βίντεο)

Τα συγκινητικά λόγια του Φοίβου Δεληβοριά

«Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτή την αναχώρηση -τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος.

Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να «αιμορραγεί σαν τον ουρανό»- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς» «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά».

Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο –και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους.

Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.

Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στην «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.

Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στην βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.

Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί», ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε», γράφει, μεταξύ άλλων, στο Facebook.

NDPPHOTO / NDP PHOTO
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ