Scope Ratings: Διατήρησε το BBB και αναθεώρησε από σταθερές σε θετικές τις προοπτικές για την ελληνική οικονομία
Οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή των προοπτικών

Ο γερμανικός οίκος Scope Ratings άφησε αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας καθώς την διατήρησε στο «BBB» ενώ αναβάθμισε σε θετικές από σταθερές τις προοπτικές.
Συγκεκριμένα, με ανακοίνωση της η Scope Ratings GmbH (Scope) επιβεβαίωσε σήμερα την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης αξιολόγησης του εκδότη και του ανώτερου μη εξασφαλισμένου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ελλάδας) στο BBB, τόσο σε τοπικό όσο και σε ξένο νόμισμα, και αναθεώρησε τις προοπτικές σε θετικές, από σταθερές. Η Scope επιβεβαίωσε επίσης την αξιολόγηση της βραχυπρόθεσμης αξιολόγησης του εκδότη της Ελλάδας στο S-2, τόσο σε τοπικό όσο και σε ξένο νόμισμα, με σταθερές προοπτικές.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, η αναθεώρηση της προοπτικής αντικατοπτρίζει:
- Βελτιωμένη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς. Η οικονομία της Ελλάδας έχει επιδείξει σταθερή ανάπτυξη και ανθεκτικότητα σε κραδασμούς τα τελευταία χρόνια, σημειώνοντας ανάπτυξη κατά περίπου 2% το 2025 και ξεπερνώντας τους περισσότερους ομολόγους της στην ευρωζώνη. Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, ο ισχυρός τουρισμός και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ στο πλαίσιο του προγράμματος NGEU συνεχίζουν να στηρίζουν την ανάπτυξη, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία και την αγορά εργασίας στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα. Ο τραπεζικός τομέας έχει ενισχυθεί περαιτέρω, ενισχύοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
- Ισχυρή δυναμική χρέους υποστηριζόμενη από συνετή δημοσιονομική διαχείριση. Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να υπερβαίνουν τους δημοσιονομικούς στόχους, με πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης περίπου 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 3,6% που προβλέπεται για το 2025. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε 122% το 2030, υποστηριζόμενος από συντηρητικό προϋπολογισμό, ισχυρή απόδοση εσόδων και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη. Η κυβέρνηση διατηρεί ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) και επωφελείται από μια μακροπρόθεσμη δομή χρέους χαμηλού κόστους.
Στο μέλλον, η Scope θα παρακολουθεί τη συνεχή τήρηση της δημοσιονομικής σύνεσης, την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την υποστήριξη των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για τη μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών, καθώς και τη διαρκή βελτίωση της απόδοσης του τραπεζικού τομέα, καθώς αυτά θα είναι καθοριστικά για τη διατήρηση της θετικής δυναμικής της αξιολόγησης της Ελλάδας.
Οι προκλήσεις αξιολόγησης περιλαμβάνουν: i) ένα πολύ υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους, το οποίο παραμένει μακροπρόθεσμα ευάλωτο παρά την πτωτική του πορεία· ii) διαρθρωτικούς περιορισμούς στη μεσοπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, όπως η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις· και iii) εξωτερικές ανισορροπίες, δεδομένων των επίμονων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και της αρνητικής καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης, και υπολειπόμενες προκλήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που αντανακλούν τον ισχυρό δεσμό μεταξύ κρατών και τραπεζών και το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι διαχειριστές.
Βασικοί παράγοντες αξιολόγησης
Βελτιωμένη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς, υποστηριζόμενη από σταθερή ανάπτυξη, συνεχιζόμενη δυναμική μεταρρυθμίσεων και ενισχυμένη οικονομική ανθεκτικότητα. Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σταθερή και ανθεκτική δυναμική ανάπτυξης στο πλαίσιο της ζώνης του ευρώ. Αντιμετώπισε τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους κραδασμούς στις τιμές της ενέργειας καλύτερα από τους περισσότερους ευρωπαίους ομολόγους της, χάρη στην περιορισμένη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, την ταχεία διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και τις ισχυρές εξαγωγές υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού. Μετά από ισχυρή ανάπτυξη περίπου 2,3% το 2024, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,0% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2025, με την ετήσια ανάπτυξη να προβλέπεται περίπου στο 2,2%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις και την ισχυρή δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών που αντιστάθμισαν ένα ασθενέστερο εξωτερικό περιβάλλον. Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την πτωτική του τάση, διαμορφούμενο κατά μέσο όρο στο 9,5% το πρώτο εξάμηνο του 2025, από 11,0% ένα χρόνο νωρίτερα. Η Scope προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει ισχυρή δυναμική ανάπτυξης το 2026, με το πραγματικό ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 2,0%. Η ανάπτυξη θα προέλθει από ισχυρές επενδύσεις και συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας, καθώς και από μέτρα στήριξης του εισοδήματος και μείωσης των φόρων που εισήχθησαν το 2026.
Η χρηματοδότηση της ΕΕ στο πλαίσιο του προγράμματος NGEU συνεχίζει να ωθεί τις επενδύσεις. Οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, τη φορολογική διοίκηση και την ευελιξία της αγοράς εργασίας έχουν ενισχύσει την ικανότητα της Ελλάδας να απορροφά τους κραδασμούς και να διατηρεί την ανάπτυξη. Η συνεχιζόμενη πρόοδος στη δημόσια διοίκηση και η τήρηση των δημοσιονομικών πλαισίων της ΕΕ στηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη μεταρρυθμιστική δέσμευση της Ελλάδας. Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, την αναβάθμιση των υποδομών και την αντιμετώπιση των προκλήσεων σε θέματα δεξιοτήτων και δημογραφικών προβλημάτων παραμένουν απαραίτητες για την αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης, η οποία εκτιμάται σήμερα σε περίπου 1,25%.
Η Scope αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να λειτουργεί με θετικό κενό παραγωγής μετά την ανάκαμψη μετά την πανδημία, υποστηριζόμενη από επενδύσεις που σχετίζονται με το NGEU. Η προσαρμογή του πληθωρισμού έχει σταματήσει το 2025, με τον γενικό πληθωρισμό να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο γύρω στο 3,0% έως τον Σεπτέμβριο (έναντι 2,1% στη ζώνη του ευρώ) και τον δομικό πληθωρισμό στο 3,6%, λόγω της ισχυρής ζήτησης υπηρεσιών, των υψηλότερων μισθών και της αύξησης των ενοικίων. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθωρισμός (ΕνΔΤΚ) μειώθηκε στο 1,8% τον Σεπτέμβριο του 2025, σηματοδοτώντας σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Η επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα συνέχισε να ενισχύεται, παρέχοντας σημαντική στήριξη στις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει αυξηθεί κατά περίπου 60% από το 2019, αυξάνοντας τον λόγο επενδύσεων προς ΑΕΠ σε περίπου 15,5% το 2024, τον υψηλότερο αριθμό εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Αυτό αντανακλά τις εγχώριες μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και τις ισχυρές εισροές του RRF της ΕΕ, με 8,6 δισ. ευρώ από τα 18,2 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις να έχουν ήδη απορροφηθεί. Οι επενδύσεις επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στις ψηφιακές υποδομές και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενισχύοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Η Scope αναμένει ότι οι συνολικές επενδύσεις θα φτάσουν περίπου το 18% του ΑΕΠ έως το 2027, εξακολουθώντας να είναι κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Η σημαντικά βελτιωμένη εικόνα του τραπεζικού τομέα ενισχύει περαιτέρω την μακροοικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας. Η πιστωτική ανάπτυξη έχει συνεχιστεί, χάρη στον δανεισμό που σχετίζεται με το NGEU και τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, με τα εταιρικά δάνεια να αυξάνονται κατά 15,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί κάτω από το 5%, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφώνεται στο 3,6% τον Ιούνιο του 2025, κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ που είναι 2,2%, αντανακλώντας τη συνεχή απομόχλευση και την καλύτερη απόδοση των δανείων. Το κεφάλαιο και η ρευστότητα παραμένουν ισχυρά, με δείκτη CET1 15,8%, συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 20,4% και επαρκή αποθέματα (LCR 212%, NSFR 136%). Η κερδοφορία έχει ομαλοποιηθεί, με απόδοση κεφαλαίων 13% και κέρδη μετά από φόρους 2,5 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Ενώ οι διαχειριστές πιστώσεων εξακολουθούν να διαχειρίζονται περίπου 94 δισ. ευρώ ιδιωτικού χρέους (περίπου 44% του ΑΕΠ), κυρίως μη εξυπηρετούμενο, αυτό το υπερβολικό χρέος συνεχίζει να επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιουργεί πλέον συστημικούς τραπεζικούς κινδύνους. Η προληπτική μακροπροληπτική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένου ενός υψηλότερου Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος Ασφαλείας ύψους 0,5% (σε ισχύ από τον Οκτώβριο του 2026) και των μέτρων που βασίζονται στους δανειολήπτες και εισήχθησαν τον Ιανουάριο του 2025, υποστηρίζουν περαιτέρω τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι υπολειπόμενες ευπάθειες, όπως η σχέση μεταξύ κρατών-τραπεζών και το ακόμη υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (περίπου 45% του CET1), μειώνονται. Συνολικά, η ισχυρή κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία και η ρευστότητα του τομέα, σε συνδυασμό με τη μείωση των παλαιών κινδύνων, υπογραμμίζουν τη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας και την αυξανόμενη συμβολή του στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ισχυρή δυναμική του χρέους υποστηριζόμενη από συνετή δημοσιονομική διαχείριση· ευνοϊκό προφίλ χρέους και βελτίωση της ευελιξίας χρηματοδότησης. Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να ξεπερνούν τους δημοσιονομικούς στόχους, με το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης να προβλέπεται να καταγράψει πλεόνασμα περίπου 0,6% του ΑΕΠ το 2025 και πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% του ΑΕΠ, αντανακλώντας την ισχυρή απόδοση των εσόδων και τον συντηρητικό προϋπολογισμό. Η απόδοση των εσόδων έχει ενισχυθεί από τον διαρκή αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων για τη φοροδιαφυγή, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών πληρωμών που μειώνουν την παραοικονομία, και την ισχυρότερη υποκείμενη οικονομική δραστηριότητα.
Για το 2026, η Scope προβλέπει ονομαστικό έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ, ελαφρώς κάτω από τον στόχο του προϋπολογισμού για πλεόνασμα 0,1%. Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας καταδεικνύει βελτίωση στη βιωσιμότητα του χρέους, υποστηριζόμενη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η Scope αναμένει ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί από 145% το 2025 σε περίπου 122% το 2030, από περίπου 206% στο αποκορύφωμα της πανδημίας το 2020, αντανακλώντας σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 2,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2025-30 και υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο βασίζεται σε συντηρητικές μακροοικονομικές παραδοχές και παραδοχές εσόδων και σε συγκρατημένη αύξηση των δαπανών, δημιουργώντας περιθώρια για υπεραπόδοση εσόδων εάν η ανάπτυξη παραμείνει ανθεκτική. Η Scope αναμένει ότι η δημοσιονομική προσέγγιση της Ελλάδας θα παραμείνει συνετή, υποστηριζόμενη από διαρθρωτικές βελτιώσεις και επενδύσεις NGEU, αντί για προσωρινές κυκλικές επιπτώσεις. Επιπλέον, το πρόγραμμα NGEU στηρίζει τη δημοσιονομική πολιτική σε πολυετή, προσανατολισμένα στην ανάπτυξη επενδυτικά σχέδια, προωθώντας ένα πιο σταθερό, βασισμένο σε κανόνες περιβάλλον που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) παρέχει άφθονη κάλυψη ρευστότητας για αρκετά χρόνια εξυπηρέτησης του χρέους, ενισχύοντας τη δημοσιονομική και οικονομική ανθεκτικότητα του κράτους. Το υψηλό μερίδιο της Ελλάδας σε μακροπρόθεσμο χρέος χαμηλού επιτοκίου, το οποίο κατέχουν κυρίως οι πιστωτές του επίσημου τομέα, μαζί με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα, υποστηρίζει την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους της κυβέρνησης και μετριάζει τον αντίκτυπο από την πιθανή αστάθεια της αγοράς και τους κραδασμούς των επιτοκίων. Η Scope αναμένει ότι το κόστος τόκων θα παραμείνει σχετικά σταθερό γύρω στο 3% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Το κλίμα της αγοράς έχει ενισχυθεί, όπως αντικατοπτρίζεται στα spreads των κρατικών ομολόγων που παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά, υποστηριζόμενα από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και ισχυρά αποθέματα ρευστότητας. Τέλος, η Scope αναμένει ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις αποπληρωμές του GLF νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, αντανακλώντας τη δέσμευσή της για συνετή και προληπτική διαχείριση του χρέους, υποστηρίζοντας την πορεία του δημόσιου χρέους.
Προκλήσεις αξιολόγησης:
Πρώτον, παρά την απότομη μείωση του δημόσιου χρέους από την κορύφωση του 2020, περίπου 206% του ΑΕΠ, το βάρος του χρέους της Ελλάδας παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, στο 145% του ΑΕΠ το 2025. Αυτό το υψηλό επίπεδο χρέους συνεχίζει να περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, η ευνοϊκή δομή του χρέους, με μεγάλες διάρκειες, κυρίως σταθερά επιτόκια και χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης, υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους. Η Scope αναμένει ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί σταδιακά έως το 2030, υποστηριζόμενη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη.
Δεύτερον, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικούς περιορισμούς στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως μια στενή οικονομική βάση με υψηλή εξάρτηση από υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία. Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ των γυναικών και των ηλικιωμένων εργαζομένων, παραμένει κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ, ενώ η γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των ποσοστών γεννήσεων και η εκροή εξειδικευμένων νέων επαγγελματιών περιορίζουν τη δυνητική ανάπτυξη. Αυτές οι διαρθρωτικές αδυναμίες υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με έμφαση στην ψηφιοποίηση, την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων.
Τέλος, οι εξωτερικές ευπάθειες και οι εναπομένουσες προκλήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα εξακολουθούν να περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη μακροοικονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 7,1% του ΑΕΠ το 2024 από 6,8% το 2023, αντανακλώντας την ασθενή ζήτηση της ζώνης του ευρώ και τους υψηλότερους όγκους εισαγωγών που συνδέονται με την αυξανόμενη επενδυτική δραστηριότητα. Ενώ έχει βελτιωθεί από το ενεργειακό σοκ του 2022, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει ελλειμματικό, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας. Επιπλέον, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας αντανακλά τη συνεχή εξάρτηση από τις εισροές ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση αυτού του ελλείμματος. Η πρόοδος στην ενεργειακή μετάβαση, η οποία θα μειώσει την εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια, θα μπορούσε σταδιακά να ενισχύσει την εξωτερική θέση της Ελλάδας, αν και αυτή η βελτίωση αναμένεται να χρειαστεί χρόνο για να υλοποιηθεί.
Παράγοντες που επηρεάζουν την αλλαγή της αξιολόγησης
Η θετική προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη της Scope ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις κατά τους επόμενους 12 έως 18 μήνες είναι ανοδικοί.
Τα ανοδικά σενάρια για τις αξιολογήσεις και τις προοπτικές είναι (μεμονωμένα ή συλλογικά):
- Μια διαρκής και ουσιαστική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους, υποστηριζόμενη από συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και συνετή δημοσιονομική διαχείριση· και/ή
- Βελτιωμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ισχυρότερη εξωτερική ανθεκτικότητα, που αντικατοπτρίζονται στη συνεχή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, στις υψηλότερες επενδύσεις, στη διαρκή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή στη συνεχιζόμενη ενίσχυση του τραπεζικού τομέα και του πλαισίου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Τα αρνητικά σενάρια για τις αξιολογήσεις και τις προοπτικές είναι (μεμονωμένα ή συλλογικά):
- Μια στασιμότητα ή αντιστροφή της μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους, λόγω ασθενέστερης δημοσιονομικής πειθαρχίας ή δυσμενούς δυναμικής ανάπτυξης· και/ή
- Μια αποδυνάμωση της μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, που αντικατοπτρίζεται σε μια σημαντική επιδείνωση των εξωτερικών ισοζυγίων ή σε μια νέα αύξηση των κινδύνων του τραπεζικού τομέα.
Κυρίαρχο Ποσοτικό Μοντέλο (SQM) και Ποιοτικός Πίνακας Βαθμολογίας (QS)
Το SQM της Scope, το οποίο αξιολογεί τα βασικά θεμελιώδη πιστωτικά μεγέθη του κράτους, σηματοδοτεί μια πρώτη ενδεικτική πιστοληπτική αξιολόγηση «bbb-» για την Ελλάδα, η οποία εγκρίθηκε από την επιτροπή αξιολόγησης. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Scope, η ενδεικτική αξιολόγηση λαμβάνει 1) μια θετική προσαρμογή μίας βαθμίδας από τη μεθοδολογική προσαρμογή του αποθεματικού νομίσματος και 2) καμία αρνητική προσαρμογή από τη μεθοδολογική ποσοτική προσαρμογή πολιτικού κινδύνου. Σε αυτή τη βάση, μια τελική ποσοτική αξιολόγηση SQM «bbb» εξετάζεται από το Qualitative Scorecard (QS) και μπορεί να αλλάξει έως και τρεις βαθμίδες ανάλογα με το μέγεθος των ποιοτικών δυνατών ή αδύναμων σημείων της Ελλάδας σε σύγκριση με μια ομάδα ομολόγων κυρίαρχων κρατών.
Το Scope εντόπισε τα ακόλουθα σχετικά πιστωτικά πλεονεκτήματα του QS για την Ελλάδα: i) πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής· ii) προφίλ χρέους και πρόσβαση στην αγορά· iii) δομή εξωτερικού χρέους· iv) εποπτεία και διακυβέρνηση του χρηματοπιστωτικού τομέα· και v) παράγοντες διακυβέρνησης. Αντίθετα, το Scope εντόπισε τις ακόλουθες σχετικές πιστωτικές αδυναμίες του QS για την Ελλάδα: i) αναπτυξιακό δυναμικό και προοπτικές· ii) μακροοικονομική σταθερότητα και βιωσιμότητα· iii) ανθεκτικότητα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών· iv) περιβαλλοντικοί παράγοντες· και v) κοινωνικοί παράγοντες.
Συνολικά, το QS δεν δημιουργεί καμία προσαρμογή για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, με αποτέλεσμα τις τελικές μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις BBB. Μια επιτροπή αξιολόγησης έχει συζητήσει και επιβεβαιώσει αυτά τα αποτελέσματα.
Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και διακυβερνητικοί (ESG) παράγοντες
Η Scope λαμβάνει ρητά υπόψη τα ζητήματα ESG στη διαδικασία αξιολόγησης σε σχέση με τον αυτόνομο πυλώνα ESG που αφορά τον κίνδυνο κρατών μελών της μεθοδολογίας αξιολόγησης κρατών, ο οποίος έχει σημαντική στάθμιση 25% στο ποσοτικό μοντέλο (SQM) και 20% στην ποιοτική επικάλυψη (QS) της μεθοδολογίας.
Για τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, η Ελλάδα βαθμολογείται κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, γεγονός που αντανακλά την υψηλή έκθεσή της σε φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, συμπεριλαμβανομένων πυρκαγιών, καύσωνα, ξηρασιών και πλημμυρών, οι οποίες ενέχουν αυξανόμενους κινδύνους για τις υποδομές, τον τουρισμό και τη γεωργία. Η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, ιδίως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, παρά την πρόσφατη πρόοδο στην επέκταση της δυναμικότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει φιλόδοξους στόχους απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και των επικαιροποιημένων στόχων για το 2030, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και της αύξησης του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό άνω του 45% έως το 2030. Η επίτευξη αυτών των στόχων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές και αποθήκευση, συνεπή εφαρμογή της στρατηγικής RePowerEU και περαιτέρω πρόοδο στην ενεργειακή μετάβαση.
Όσον αφορά τους κοινωνικούς παράγοντες, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μακροχρόνιες δημογραφικές προκλήσεις και προκλήσεις στην αγορά εργασίας. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων, που προβλέπεται να υπερβεί το 58% έως το 2050, είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ, επηρεάζοντας αρνητικά τη δυνητική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, αν και βελτιώνεται, παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, ιδίως για τις γυναίκες και τους νεότερους εργαζόμενους. Η ανισότητα εισοδήματος έχει μειωθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, αλλά παραμένει αυξημένη σε σχέση με τα πρότυπα της ΕΕ, ενώ το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλό, ιδίως μεταξύ των νέων και των ανέργων. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων εξακολουθούν να περιορίζουν την παραγωγικότητα και την κοινωνική ένταξη. Συνεπώς, η Scope αξιολογεί τον κοινωνικό πυλώνα ως σχετική αδυναμία, παρά τις σταδιακές βελτιώσεις που υποστηρίζονται από μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) με στόχο την ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την κάλυψη κοινωνικής προστασίας.
Για τους παράγοντες διακυβέρνησης, η Scope χρησιμοποιεί έναν σύνθετο δείκτη των Παγκόσμιων Δεικτών Διακυβέρνησης (WGI) της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη, η Ελλάδα βαθμολογείται πάνω από τους ομολόγους της, αντανακλώντας την ενίσχυση των θεσμών και την αξιοπιστία των πολιτικών της τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα επωφελείται από την ισχυρή θεσμική εδραίωση της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ, η οποία στηρίζει την προβλεψιμότητα των πολιτικών, τη νομική σταθερότητα και την τήρηση των δημοσιονομικών και νομισματικών πλαισίων. Η χώρα έχει διατηρήσει την αποτελεσματική εφαρμογή και συνέχεια των μεταρρυθμίσεων, υποστηριζόμενη από μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και συνεπή ευθυγράμμιση με τους στόχους διακυβέρνησης και πολιτικής της ΕΕ. Η θεσμική ικανότητα έχει ενισχυθεί μέσω μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, την είσπραξη φόρων και τη δικαστική εξουσία, καθώς και μέσω της προόδου στην ψηφιοποίηση και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Αυτή η δυναμική των μεταρρυθμίσεων έχει ενισχύσει τη μακροοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, η Scope αξιολογεί τη διακυβέρνηση ως σχετικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους ομολόγους της, υποστηριζόμενη από ένα πιο σταθερό πολιτικό περιβάλλον και συνετή μακροοικονομική διαχείριση.
Ακολούθησε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις







