Στην εργατική νομοθεσία ο εργοδότης οφείλει να ρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου. Επίσης, ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο, που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι, που παρευρίσκονται στον τόπο ή εγκατάσταση εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα. Αντίστοιχα, υπάρχει υποχρέωση των εργαζομένων να εφαρμόζουν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη τους.

Η ελληνική κυβέρνηση, προς αντιμετώπιση της πανδημίας, με το νόμο 4675/2020, προέβλεψε τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης του Υπουργού Υγείας, περί υποχρεωτικού εμβολιασμού για την προστασία από μεταδοτική νόσο και ιό, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Η παραπάνω απόφαση οφείλει να ληφθεί, αφού προς τούτο γνωμοδοτήσει η ΕΕΔΥ. Μέχρι σήμερα, σχετική υπουργική απόφαση δεν έχει εκδοθεί.

Ούτε, βεβαίως, έχει συμπεριληφθεί το εμβόλιο αντί-Covid, στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών για το έτος 2020-2021, που έχει νομίμως ήδη εκδοθεί και δημοσιευθεί.

Περαιτέρω, στις 27-1-2021, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με ομόφωνη απόφασή του, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας που συμμετείχε σ’ αυτό, προέβη σε  ψήφισμα αναφορικά με την ηθική νομιμότητα και τις πρακτικές αξιολογήσεις του εμβολιασμού COVID-19, όπου στην παράγραφο 7 αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε “κανείς να μην υφίσταται διακρίσεις επειδή δεν έχει εμβολιαστεί εξαιτίας πιθανών κινδύνων για την υγεία του, ή επειδή  δεν επιθυμεί να εμβολιαστεί“.

Ο εμβολιασμός ως παρεπόμενη υποχρέωση της σύμβασης εργασίας

Καταρχάς, από την παράθεση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ευκρινώς ότι ο εμβολιασμός αντί-COVID 19, δεν είναι υποχρεωτικός. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να υποχρεωθούν στον επίμαχο εμβολιασμό, καθώς τέτοια υποχρέωση από τον νόμο δεν υπάρχει.

Ο εμβολιασμός, ακριβώς επειδή δεν είναι υποχρεωτικός και εφόσον δεν προβλέπεται από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει να προβληματιστούμε μήπως αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση της σύμβασης εργασίας. Στη σύμβαση εργασίας υπάρχουν ποικίλα καθήκοντα και υποχρεώσεις του εργαζόμενου που συνδέονται με την εκτέλεση της σύμβασης. Υπάρχει η υποχρέωση εμπιστοσύνης που ο εργοδότης απαιτεί από τον εργαζόμενο στην εκτέλεση της εργασίας του. Υπάρχουν οι περίφημες προπαρασκευαστικές της εργασίας υποχρεώσεις του εργαζόμενου που μπορούν να επηρεάσουν τη σύμβαση της εργασίας. Υπάρχουν υποχρεώσεις προστασίας των οικονομικών και προσωπικών συμφερόντων του εργοδότη και υποχρεώσεις εξασφάλισης της παροχής.

Ανάλογα με τις περιπτώσεις, το εργασιακό περιβάλλον και τη σύμβαση εργασίας, μπορεί κανείς να αισθανθεί τη στενή ή χαλαρή σύνδεσή του στις ως άνω υποχρεώσεις. Παραδείγματος χάριν, διαφορετικές υποχρεώσεις προστασίας μπορεί να απαιτήσει ο εργοδότης από ένα τραπεζικό υπάλληλο και διαφορετικές από έναν εργάτη οικοδομικών έργων.

Ποιές οι συνέπειες άρνησης του εργαζομένου

Αν λοιπόν δεχθούμε ότι ο εμβολιασμός αντί-COVID 19, εμπίπτει σε μία από τις παραπάνω υποχρεώσεις, ποιες οι συνέπειες για τον εργαζόμενο που δεν την εκπληρώνει;

Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος να τοποθετήσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση εργασίας, να του αλλάξει καθήκοντα, να του χορηγήσει άδεια ώστε να ωριμάσει η σκέψη του για την αποδοχή του εμβολιασμού, χωρίς αυτό να λειτουργεί εκδικητικά, αλλά με τη συναίνεση του εργαζόμενου, ώστε αυτός να σκεφτεί και να σταθμίσει τη “βίαιη” επέμβαση στην προσωπικότητά του, που πάντοτε αποτελεί ένα οποιοδήποτε εμβόλιο.

Στην δε περίπτωση κατά την οποία προκύψει δυσλειτουργία στην επιχείρηση του εργοδότη, τότε, με την επίκληση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 374 ΑΚ, ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του μισθού για όσο χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος παρέχει πλημμελώς την εργασία του.

Αναγκαία μια νομοθετική ρύθμιση

Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να καταλήξει η εργοδοτική επιλογή στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αφού ανάλογη υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από τον νόμο, ούτε από τη σύμβαση εργασίας είτε ευθέως, είτε παρεπόμενα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόλυση, λόγω άρνησης εμβολιασμού, συνιστά απαγορευμένη διάκριση και ως τέτοια είναι άκυρη. Το θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό, πιθανόν να είναι αναγκαία και μία νομοθετική ρύθμιση.

Θα πρέπει τέλος, να επισημανθεί ότι η ανάγκη να εμβολιαστεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού με το αντί-COVID εμβόλιο, θα πρέπει να γίνει με μέσα, όπως η ειλικρινής ενημέρωση του κοινού, η έκθεση επιστημονικών δεδομένων, με καμπάνιες πληροφόρησης και όχι με τιμωρητικού χαρακτήρα μέτρα επιβολής του.

*Ο Γιάννης Καρούζος είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις