Monday“: Δεν είναι εύκολο να ενηλικιωθεί κανείς. Ιδιαιτέρως όταν στην μέση υπάρχει ένας μεγάλος έρωτας. Ακόμη πιο δύσκολο δε όταν αυτός ο έρωτας γεννιέται κάτω από τον άγριο ελληνικό καλοκαιρινό ήλιο. Όμως το Καλοκαίρι θα τελειώσει. Και μπορεί οι Παρασκευές να φαντάζουν όμορφες και λυτρωτικές, το σαββατοκύριακο όμως θα περάσει και πάντα θα ξημερώνει η Δευτέρα των υποχρεώσεων, των ευθυνών, των σχολείων που ανοίγουν, της δουλειάς που ξεκινά. Η Δευτέρα της αληθινής ζωής. Η Δευτέρα που θα χτυπάει επίμονα το καμπανάκι ότι το βάρος και η τραχύτητα του ενήλικου βίου είναι αναπόφευκτη και αναπόδραστη. 

Με μια ματιά…

Κάπως έτσι σχηματικά εντυπώθηκε στο μυαλό μας το “Monday“, η νέα διεθνής συμπαραγωγή του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (“Suntan”), που κυκλοφορεί μέσα στις επόμενες μέρες στα θερινά σινεμά. Συνέχεια θα μπορούσε κανείς να πει των παραπλήσιων προβληματικών που έθετε το “Suntan“: απροσάρμοστοι ενήλικες ανήμποροι να κάνουν fit-in στις αντικειμενικές δυσκολίες που υψώνονται σαν τείχη στο μονοπάτι της αναγκαίας ωρίμανσης τους. Μόνο που εδώ το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, σε αντίθεση με τον κρίπι ήρωα του Μάκη Παπαδημητρίου, δεν είναι διόλου στερημένο από τις σαρκικές ηδονές και από τον έρωτα. 

Ο Μίκι (Σεμπάστιαν Σταν) και η Κλόι (Ντενίζ Γκοφ) είναι δύο αρκετά cool τυπάκια. Ο πρώτος. Αμερικάνος μουσικός, Dj που ζει στην Ελλάδα εκ πρώτης όψεως για φασέικη dolce vita. Η δεύτερη άρτι αποχωρήσασα από έναν δύσκολο χωρισμό, ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις της στην Ελλάδα και ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Αμερική. Σε ένα πάρτι σμίγουν, ερωτεύονται παθιασμένα και αποφασίζουν να συγκατοικήσουν στην Κυψέλη. Όσο γνωρίζονται και όσο τους γνωρίζουμε καλύτερα, τόσο πιο ανησυχητικές και επώδυνες μας συστήνονται οι αδυναμίες, τα αυτοκαταστροφικά τους σύνδρομα και τα λάθη από το παρελθόν τους. 

Μέχρι να ξημερώσει η “Δευτέρα”

Αυτό που αναμφίβολα δίνει κανείς στο “Monday” είναι η θαρραλέα ειλικρίνεια με την οποία ο Παπαδημητρόπουλος μεταχειρίζεται τους ήρωες του. Πόσο συμμερίζεται το πάθος της ερωτικής τους έκρηξης και συνάμα πόσο τους απομυθοποιεί όταν παραπαίουν, αποτυγχάνον και εθελοτυφλούν στις υπόλοιπες πτυχές της ζωής τους. Με την αντίφαση αυτή να οπτικοποιείτται σαρδόνια στην εναλλαγή του φωτός και των χρωμάτων όσο το Καλοκαίρι τελειώνει. Ο ερωτικός ήλιος που καίει τα κορμιά, δίνει την θέση του στην γκρίζα αβεβαιότητα του εύθραυστου φθινοπώρου για να φτάσουμε στην κορύφωση της ταινίας, όπου το ζευγάρι αρνείται να δεχτεί το κρύο του χειμώνα (λέγε με την πραγματικότητα) και απελπισμένα γυμνό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αναζητά την θάλασσα της πρώτης του γνωριμίας. 

Αυτός ο κύκλος της ιστορίας του Μίκι και της Κλόι από το πρώτο μεθυσμένο σεξ στην θάλασσα μέχρι την πονοκεφαλιάρικη, hangover γείωση στην χειμωνιάτικη Δευτέρα που ξημερώνει, ξεδιπλώνεται πολυδιάστατα και αυτό μας αρέσει. Στέκεται ως ένα ρομαντικό και σέξι love story. Ταυτόχρονα στέκεται ως ψυχογράφημα πάνω σε δύο cool μεν, loosers δε ήρωες, αντιπροσωπευτικά “δείγματα” μιας γενιάς που πελαγώνει αντιμετωπίζοντας τα ίδια πάνω κάτω υπαρξιακά-ταυτοτικά θέματα. Σινεμά που μπορεί να αγγίξει την ψυχή όσων προετοιμάζονται για την πρώτη τους ηλικιακή κρίση όπως το ζεύγος της ταινίας, αλλά και όσων ανεξαρτήτως ηλικίας λατρεύουν ένα σινεμά παθιασμένο, βουτηγμένο στις αισθήσεις και τα συναισθήματα.

Η γοητεία της αντίφασης

Και όλα αυτά είναι υπεραρκετά για να κάνουν το “Monday” μια καλή ταινία. Μια καλή ταινία με υπαρκτές αδυναμίες. Με μέγιστη κατ’ εμέ την μονοδιάστατη γραφή του Μίκι ως ενός τύπου που από την αρχή ως το τέλος δεν μπορεί να κερδίσει την συμπάθεια και την κατανόηση του κοινού (ή έστω την δική μου) βυθισμένος μονίμως στην αφόρητη ανωριμότητα του. Αντίθετα, η Κλόι της Γκοφ στέκεται σεναριακά πιο ολοκληρωμένα, με τις αντιφάσεις της να παράγουν πλουσιότερη και εντονότερη δραματικότητα. Στα «συν» οι μικροί ρόλοι-κλειδιά της Έλλης Τρίγγου και του Ανδρέα Κωνσταντίνου. Στα «πλην» ο κακογραμμένος ρόλος του κατά τα άλλα φιλότιμου Πυρπασόπουλου. Υπέροχη η σκηνή του «αποτυχημένου πάρτι». Ατμόσφαιρα ξεκούρδιστη. Κινηματογράφηση ασταθής. Η Σοφία Κόκκαλη σε έναν μικρό ρόλο αριστούργημα. Απλά τέλειο.

Αξίζει, λοιπόν, να δείτε το “Monday” γιατί είναι ένα φιλμ ταξιδιάρικο και έντονο. Γιατί αναδεικνύει την γοητευτική πλευρά ενός ελληνικού σινεμά που μπορεί εύγλωττα και ευρηματικά να απευθύνεται σε μαζικό ακροατήριο, χωρίς να «ξεπουλιέται». Γιατί είναι ταινία προορισμένη για τους θερινούς κινηματογράφους στους οποίου κυκλοφορεί από σήμερα.

κείμενο: Θοδωρής Λέννας

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις