Ο “Νιόνιος” μέσα από τα δικά του λόγια: “Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά-σιγά”

Τι έλεγε για τον τρόπο που έγραφε τραγούδια

Ο “Νιόνιος” μέσα από τα δικά του λόγια: “Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά-σιγά”
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΕΙΟΥ / EUROKINISSI

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών σκορπίζοντας πανελλήνια θλίψη, δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος τραγουδοποιός, αλλά και καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας.

Συνθέτης, στιχουργός και πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών που χαρακτήρισε τη γενιά του και έγινε επάξια ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο «Νιόνιος» δημιούργησε «σχολή» στο τραγούδι με τον ευρηματικό και ανατρεπτικό του στίχο καθώς και με τους μουσικούς συγκερασμούς του και τις εμπνευσμένες παραγωγές του και με τη δημιουργική του παρουσία επηρέασε καταλυτικά όλα τα ρεύματα και τις μουσικές τάσεις.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Δεκεμβρίου 1944, αποφάσισε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο τμήμα της Νομικής, ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησε πως κάτι τέτοιο ούτε τον εξέφραζε ούτε τον γέμιζε.

Έτσι, το 1963 ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα εγκαταλείψει τις σπουδές του και θα ασχοληθεί πιο σοβαρά με τη μουσική και έτσι μετακόμισε στην Αθήνα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.

«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά – σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. Γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω….’Ακουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιο το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο» είχε αναφέρει ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Το 2016, ο μουσικοσυνθέτης είχε μιλήσει στην «Καθημερινή» και για τον τρόπο που έγραφε τραγούδια είχε αναφέρει: «Όταν ήμουν νέος ήταν απλό, περπατούσα από την Κυψέλη στην Πλάκα και είχα το τραγουδάκι. Μια εικόνα αναδύεται από μέσα σου κι είναι ευχάριστο να την επεξεργαστείς γιατί έτσι πλουτίζει η ψυχή σου και νοηματοδοτεί τα πράγματα. Αλλά μεγαλώνοντας την πας όλο και πιο μακριά τη βαλίτσα. Είναι σαν να κάνεις ψυχανάλυση επί 24ώρου βάσεως, κάθε μέρα. Κουράστηκα, μεγάλωσα, δεν έχω πια κέφι για τέτοια».

Επιπλέον, όπως είχε σημειώσει πως «όταν γράφεις είσαι δύο. Ο ένας είναι αυτός που γράφει, και ο άλλος αυτός που το ακούει. Λοιπόν γράφεις κάτι, τελειώνει η μέρα, λες καλό είναι. Την άλλη μέρα ξυπνάς και λες “Τι χάλια είναι αυτά;”, διότι μιλάει αυτός που ακούει. Οπότε ξαναπιάνει ο συντάκτης να διορθώνει. Την άλλη μέρα ξαναπιάνει ο ακροατής, “Δεν είναι καλό”, λέει. Είναι σαν να τραβούν ένα σκοινί, διελκυστίνδα, και ο ένας παίρνει τον άλλο εναλλάξ. Μέχρι που κάποια στιγμή βάζουν ακριβώς την ίδια δύναμη. Και το σκοινί ακινητεί. Το τραγούδι είναι έτοιμο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.

Για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή είχε δηλώσει: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα, ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τηλογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν», εκδόσεις Πατάκη, 2024, ο Σαββόπουλος θα τιμήσει τα 80 του χρόνια αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.

Με την αυτοβιογραφία του απευθύνεται, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακαλεί τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του. Όπως γράφει, «αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.

Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τον Ιούνιο του 2024, ο «Νιόνιος» σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στην «Καθημερινή», με αφορμή τις παραστάσεις του στο Ηρώδειο «Η δική μας Μεταπολίτευση» είχε μιλήσει για τη σύγχρονη πολιτική, τη γενιά της Μεταπολίτευσης και αναπόφευκτα για τη δημιουργία και τον χρόνο:

«– Από πού αντλείτε αντοχές; Φέτος συμπληρώνετε τα 80.

– Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει.

– Και πώς το διατηρείτε «παιδί» και δεν μεγαλώνει;

– Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει. Για πολλά χρόνια μάλιστα, όχι τώρα πια, όταν πήγαινα το πρωί να πλυθώ έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη 7 χρόνων. Ξαφνικά σταμάτησα να τον βλέπω και αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός στον καθρέφτη».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ