Στο 0,9% είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ το διάστημα 1981-2019. Πρόκειται για μια απογοητευτική επίδοση που συνοψίζει το εθνικό μας πρόβλημα. Η ελληνική οικονομία έχει αποτύχει να συγκλίνει με την ευρωπαϊκή. Βρίσκεται εκεί που ήταν ή χειρότερα από εκεί που ήταν το 1981, ως ποσοστό του γερμανικού ή του μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος, κοντά στο 60%.

Παρά τον υπεδεκαπλασιασμό του δημοσίου χρέους και τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρωπαϊκών επιδοτήσεων που εισέρευσαν από το 1981 και μετά, η Ελλάδα δεν κατάφερε να πλησιάσει το βιοτικό επίπεδο της βόρειας Ευρώπης. Αντίθετα, η Ελλάδα είχε τη χειρότερη επίδοση κράτους-μέλους της ΕΕ, η υπόλοιπη νότια Ευρώπη, χώρες όπως η Ισπανία, η Κύπρος, η Μάλτα αλλά, ακόμα και η Πορτογαλία, την έχουν αφήσει πίσω ή πολύ πίσω και, ήδη, την έχουν φτάσει οι πρώην φτωχοί της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία. Κάποιες πρώην κομουνιστικές χώρες, όπως η Τσεχία και η Σλοβενία, την έχουν μάλιστα ξεπεράσει. Αν συνεχίσει έτσι, σε λίγο θα συγκρίνεται με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, τη φτωχότερη χώρα της ΕΕ.

Το 0,9% είναι πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό Μ.Ο., με αποτέλεσμα η απόσταση μεταξύ Ελλάδας και της υπόλοιπης ΕΕ να αυξάνει αντί να μειώνεται από το 1981 και μετά. Πρόκειται για μια μεγάλη ανατροπή σε σχέση με την περίοδο 1950-1980, όταν το ελληνικό ΑΕΠ αύξανε με ρυθμό σχεδόν 7%/έτος και συνέκλινε ραγδαία με το ευρωπαϊκό. Η άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος μετά το 1981 είναι ακόμα πιο απογοητευτική και δεν ξεπερνά το 0,6%/έτος.

Τι πήγε στραβά; Προφανώς πολλά. Εν συντομία, το ελληνικό οικονομικό θαύμα, μέχρι το 1980, δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια εξωστρεφή οικονομία με μια εξαγωγική βιομηχανία. Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση το 1979 έπληξε βαριά την ελληνική οικονομία. Αλλά, το κυριότερο, η πολιτική που ακολουθήθηκε από το 1981 και μετά εκτροχίασε την ελληνική οικονομία. Τη δεκαετία του 1980 κυριάρχησε ο δημοσιονομικός λαϊκισμός και ο κρατισμός. Οι δεκαετίες του 1990 και 2000 χαρακτηρίστηκαν από έναν επιφανειακό και, εν τέλει, επίπλαστο εκσυγχρονισμό, με λίγες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις (κατεξοχήν, η ασφαλιστική της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1992), εξαιτίας του φόβου του πολιτικού κόστους. Και, βέβαια, τη δεκαετία του 2010 σημειώθηκε η μεγάλη καθίζηση.

Η σημερινή Ελλάδα και, κυρίως, η δική μου γενιά των δημιουργικών και παραγωγικών σαραντάρηδων και πενηντάρηδων αναμετριέται με αυτή την ιστορική αποτυχία. Καθήκον όλων μας, ηγεσίας και λαού, είναι να συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα, να διδαχθούμε από τα λάθη μας και να τολμήσουμε εκεί όπου οι προηγούμενοι δίστασαν. Χωρίς μεταρρυθμίσεις και η επόμενη σαρακονταετία θα πάει χαμένη…

*Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Βουλευτής ΝΔ, Βόρειου Τομέα Αθηνών

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις