Υπόθεση Φραντζή: Σήμερα συμπληρώνονται 37 χρόνια από τη συζυγοκτονία που συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Η μαύρη επέτειος της υπόθεσης δολοφονίας της Ζωής Γαρμανή έρχεται λίγες μέρες μετά την ομολογία του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου ότι σκότωσε την 20χρονη σύζυγό του, Καρολάιν Κράουτς, μέσα στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά.

Το έγκλημα που σόκαρε την Ελλάδα

Ξημέρωνε 25η Ιουνίου του 1987. Η πόλη της Αθήνας μόλις ξυπνούσε, παίρνοντας τους συνηθισμένους της ρυθμούς. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Τίποτα δεν προμήνυε ότι τη συγκεκριμένη μέρα θα γραφόταν μια “μαύρη” σελίδα στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά.

Ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας ψάχνει σε έναν κάδο σκουπιδιών στην οδό Αιλιανού, στα Κάτω Πατήσια. Καθώς σκίζει μια σακούλα, παγώνει ολόκληρος. Αυτό που αντικρίζει ξεπερνά κάθε νοσηρή φαντασία: κομμένα ανθρώπινα μέλη βρίσκονται μέσα. Ειδοποιείται η αστυνομία, ενώ κόσμος και δημοσιογράφοι έχουν συγκεντρωθεί σε χρόνο ρεκόρ στο σημείο.

Ένα ερώτημα βρίσκεται στο μυαλό όλων: Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτή τη φρίκη;

Οι αστυνομικοί ξεκινούν άμεσα το κυνήγι. Βρίσκουν μέσα στις σακούλες μια απόδειξη κρεοπωλείου που βρισκόταν στην οδό Κνωσού και ξεκινούν από εκεί την έρευνα για να εντοπίσουν τον δράστη του ειδεχθούς εγκλήματος.

Ο ιδιοκτήτης του κρεοπωλείου, για καλή τους τύχη, θυμάται τον νεαρό που είχε αγοράσει λίγες μέρες νωρίτερα κρέας αξίας 1.210 δραχμών. Ωστόσο δεν χρειάστηκε να ψάξουν περισσότερο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, παρουσιάζεται αυτοβούλως στη ΓΑΔΑ και ομολογεί ότι σκότωσε και τεμάχισε τη 18χρονη σύζυγό του, Ζωή Γαρμανή.

Υπόθεση Φραντζή

“Εγώ σκότωσα τη σύζυγό μου. Ήταν ατύχημα”, ήταν τα λόγια του.’

Οι δυο τους είχαν γνωριστεί δυο χρόνια νωρίτερα, όταν η Ζωή ήταν ακόμα μαθήτρια Λυκείου. Η ιστορία τους ήταν εξ’αρχής έντονη, με πολλά σκαμπανευάσματα. Χώρισαν, ο Φραντζής αρραβωνιάστηκε μια άλλη κοπέλα και τα ξαναβρήκαν μετά από πρωτοβουλία της Ζωής. Η σχέση τους κατέληξε σε γάμο τον Δεκέμβριο του 1986 κι έμειναν σε διαμέρισμα στα Κάτω Πατήσια. Ωστόσο, η συνύπαρξή τους μόνο αρμονική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

Οι καυγάδες τους, συχνοί και έντονοι. Αυτό άλλωστε επιβεβαίωσαν και οι καταθέσεις συγγενών και φίλων.

Τι συνέβη το μοιραίο βράδυ

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου, ο Φραντζής και η Ζωή επιστρέφουν από έξοδό τους σε ζαχαροπλαστείο στη Φωκίωνος Νέγρη. Για άλλη μια φορά, έρχονται σε σύγκρουση, που συνεχίζεται στο σπίτι τους. Συμφιλιώνονται για λίγο, αλλά τσακώνονται ξανά, αυτή τη φορά πιο έντονα. Αυτός έμελλε να είναι ο τελευταίος τους καυγάς.

Όπως περιέγραψε ο Φραντζής, έσπρωξε τη Ζωή κι εκείνη χτύπησε στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η ιατροδικαστική εξέταση, ωστόσο, έδειξε ότι ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό και μάλιστα ότι ο δράστης έκοψε το κεφάλι της κοπέλας για να σβηστούν τα ίχνη.

Ο Φραντζής μεταφέρει το πτώμα στο μπάνιο του διαμερίσματος. Κι εδώ αρχίζει το πιο σοκαριστικό κομμάτι του εγκλήματος. Φέρνει από το αυτοκίνητο ένα κρητικό μαχαίρι κι αρχίζει να πετσοκόβει το πτώμα.

Στην ιστορία έχει μείνει η ατάκα του στον Πάνο Σόμπολο, όταν τον ρώτησε πώς είχε καταφέρει τέτοια ακρίβεια στον τεμαχισμό.

Ο Φραντζής φέρεται να γύρισε και να του είπε: “Είναι πολύ εύκολο, αρκεί να σημαδεύεις στις κλειδώσεις. Μπορείς να δοκιμάσεις και θα δεις ότι είναι εύκολο”.

Αφού ολοκλήρωσε το φρικιαστικό του έργο, ο Φραντζής τοποθέτησε τα μέλη του σώματος σε 11 σακούλες σκουπιδιών. Τις πέταξε όλες σε κάδο κοντά στο σπίτι του, εκτός από εκείνη στην οποία είχε τοποθετήσει το κεφάλι της. Αυτό βρέθηκε με δική του υπόδειξη, σε κάδο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα.

Το πρωτοσέλιδο που προκάλεσε σάλο

Την επομένη του εγκλήματος, οι εφημερίδες έκαναν πρωτοσέλιδο το θέμα και με πολλές σελίδες ρεπορτάζ και φωτογραφίες. Ο Αλέκος Φιλιππόπουλος (διευθυντής του Έθνους) πήρε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Πάνος Σόμπολος με τον φωτορεπόρτερ Βασίλη Ζησόπουλο και ανάμεσα στις άλλες, έδωσε εντολή να δημοσιευθεί σε εσωτερική σελίδα μια φωτογραφία που συγκλόνισε το πανελλήνιο κι έμεινε στην ιστορία. Ήταν η φωτογραφία που έδειχνε, πάνω στο μάρμαρο, “συναρμολογημένο” το πτώμα, χωρίς το κεφάλι, που δεν είχε ακόμη βρεθεί την ώρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία.

Για τη δημοσίευση της συγκεκριμένης φωτογραφίας η εφημερίδα είχε δικαστικές περιπέτειες, αλλά τελικά όλα έληξαν ομαλά. Το γεγονός έγινε αφορμή ώστε να αλλάξει η νομοθεσία, που έως τότε επέτρεπε τη δημοσίευση θυμάτων εγκλημάτων και άλλων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από τα ΜΜΕ.

“Τεμάχισα το πτώμα γιατί ήθελα να το εξαφανίσω. Όχι για το τομάρι μου”

Η δίκη του Παναγιώτη Φραντζή ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1988 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, ενώ πλήθος δημοσιογραφων κάλυπτε τα γεγονότα.

Ο ίδιος επανέλαβε ότι επρόκειτο για ατύχημα και ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη σύζυγό του. Όπως είπε, θόλωσε στη διάρκεια του καβγά, όταν το θύμα φέρεται να του είπε ότι ήταν ανίκανος και ότι δεν έπρεπε να τον παντρευτεί. Δεν υπήρχε μάρτυρας για το επιβεβαιώσει.

“Τεμάχισα το πτώμα γιατί ήθελα να το εξαφανίσω. Όχι για το τομάρι μου. Σκεπτόμουν χίλια δυο πράγματα εκείνη την ώρα. Σκέφτηκα πολλές φορές να τα παρατήσω, όμως σκέφτηκα, πώς θα το δικαιολογούσα μετά”, είπε.

Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ”. Της έβγαλε τα μάτια, της έκοψε τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά, ώστε να μην αναγνωρίζεται.

Ο εισαγγελέας της έδρας είχε ζητήσει την καταδίκη του σε θάνατο (είχε καταργηθεί στην πράξη το 1972, μετά την υπόθεση Λυμπέρη), με την περιβόητη φράση: “Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα”. Ο Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιύβριση νεκρού. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και δύο χρόνια φυλάκιση, με ψήφους 5-2. Η έφεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη.

Τα επόμενα χρόνια, συνέχισε τις σπουδές του έγκλειστος. Αποφυλακίστηκε με όρους τον Οκτώβριο του 2005 από τις αγροτικές φυλακές Αγιάς Χανίων.

Το έγκλημά του παραμένει μέχρι σήμερα στη λίστα των πιο ειδεχθών που συγκλόνισαν την Ελλάδα.

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις