Τρία χρόνια έχουν περάσει από τη μεγάλη τραγωδία στο Μάτι που συγκλόνισε την Ελλάδα. Μια τραγωδία που κανείς δε θα ξεχάσει. Ένα μέρος που πάντα θα φέρνει άσχημες μνήμες στο μυαλό όλων καθώς χάθηκαν ψυχές που δε θα επιστρέψουν ποτέ πίσω.

Στις 23 Ιουλίου του 2018 μιά τεράστια φωτιά ξέσπασε στο Νταού Πεντέλης. Οι άνεμοι ήταν τόσο ισχυροί, με αποτέλεσμα να “στείλουν” τις φλόγες προς πολλές κατευθύνσεις όπως τη Ραφήνα, τον Νέο Βουτζά, το Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι. Και η πύρινη “κόλαση” δε σταμάτησε ούτε λεπτό…

Οι πυροσβεστικές δυνάμεις προσπάθησαν να ελέγξουν τις φωτιές αλλά οι άνεμοι ήταν τόσο ισχυροί που δε βοηθούσαν την κατάσταση καθόλου. Ο κόσμος που βρισκόταν στα σπίτια του αλλά και στις εξοχικές του κατοικίες προσπαθούσε να σωθεί… Αλλά κάποιοι δεν τα κατάφεραν… Δυστυχώς…

Εξαιτίας της τεράστιας φωτιάς στο Μάτι, χάθηκαν 102 άνθρωποι. Το μεγαλύτερο σε ηλικία θύμα ήταν 93 ετών και το νεαρότερο θύμα ήταν ένα βρέφος 6 μηνών.

Ο Δημήτρη Φιλιππής, ένας άνδρας, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην μεγάλη τραγωδία στο Μάτι, περιγράφει στο DEBATER τις στιγμές του τρόμου αλλά και τις πληγές που του άφησε η μεγάλη φωτιά.

Ήταν μια κατάσταση που δεν μπορεί να την ξεχάσει κανένας μας. Το κουβαλάμε μέσα μας, ήταν πραγματικά μια κόλαση! Και αυτοί που γλίτωσαν χωρίς εγκαύματα, έτρεχαν με την ψυχή στο στόμα, ήταν απλά λίγο πιο τυχεροί από εμάς. Δεν έφυγε κανένας με την «ησυχία» του και έφτασε στην παραλία. Απλά ήταν πιο τυχεροί από εμάς τους εγκαυματίες και εμείς πιο τυχεροί από αυτούς που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να υπάρχει λόγος“.

Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Από εκεί που κατέβηκα από την Αθήνα προς το Μάτι και κατέβηκα την Μαραθωνος, χωρίς πρόβλημα κανένα, μετά πήρα τη σύντροφο μου στην παραλία να κάτσει στο σπίτι της κουμπάρας μου να πιουν έναν καφέ και μέχρι να γυρίσω πίσω η φωτιά είχε μπει μέσα στο Μάτι. Όλα αυτά να έγιναν σε 20’ και μέσα σε μια ώρα το πολύ η φωτιά είχε περάσει την Μαραθώνος, το Μάτι και έβγαινε στη θάλασσα. Όλοι έτρεχαν να σωθούν και τους έκαιγαν τα κουκουνάρια στην πλάτη“.

Τι θυμάται από εκείνη τη μέρα


Τα πάντα θυμάμαι, από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή θυμάμαι. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Ήμουν με τη μηχανή με τον πεθερό μου και μόλις είδα τη φωτιά και έμπαινε στο Μάτι, φύγαμε και οι δύο στην κατασκήνωση που είμασταν να ειδοποιήσουμε τον κόσμο να φύγει και να πάρουμε την θεία και τον θείο της συντρόφου μου να τους βγάλουμε μέσα από εκεί γιατί θα καιγόντουσαν“.

Το αυτοκίνητο με το οποίο έσπασαν την σιδερένια πόρτα της κατασκήνωσης

Μιλώντας στο DEBATER αποκαλύπτει πως η πυροσβεστική πέρασε από το Μάτι τη στιγμή που ο κόσμος είχε πάει στη Ραφήνα:


Ποια πυροσβεστική; Η πυροσβεστική πέρασε στο Μάτι όχι την ώρα που είχε σβήσει η Φωτιά, την ώρα που ο κόσμος είχε πάει στη Ραφήνα. Εγώ είδα ένα περιπολικό στη Λ. Μαραθώνος στο ύψος της Αγίου Ιωάννου το οποίο από εκεί η φωτιά διέσχιζε τη Μαραθώνος και έμπαινε μέσα στο Μάτι. Από εκεί που την είδα εγώ – 4:45 μ.μ. περίπου – μπήκε και από άλλα σημεία. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα περιπολικό παράλληλα με τη φωτιά κάθετα σταματημένο στη Μαραθώνος, το οποίο έστριβε τα αυτοκίνητα προς το Μάτι, προς την παραλία. Εγώ όταν το είδα αυτό, είπα “που τους κατεβάζουν τους ανθρώπους αυτούς κάτω, εκείνη την ώρα”. Ο μόνος που ήξερε και τον είδα ενώ τον έστριψε η αστυνομία προς τα κάτω προς το Μάτι, που θα κατέβαινε όλος αυτός ο κόσμος μέσα στο Μάτι; Ξαφνικά τον είδα και βγήκε πίσω από εμένα από ένα στενό. Ένας άνθρωπος με ένα κατάμαυρο αυτοκίνητο BMW και άρχισε και έπαιρνε όλη την Μαραθώνος ανάποδα. Η πρώτη σκέψη που έκανα, ήταν αυτός γλύτωσε
“.

Η σιδερένια πόρτα της κατασκήνωσης που ήταν κλειδωμένη

“Εμείς εκεί που μέναμε ήταν λίγα μέτρα παρακάτω της Μαραθώνος. Εγώ έτρεξα προς τα εκεί για να ειδοποιήσω τους άλλους να φύγουμε. Έπεσε ένα δέντρο στην έξοδο της κατασκήνωσης που ήμασταν και μας έκλεισε την είσοδο και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε άλλη μια είσοδος- έξοδος, ο πεθερός μου μπροστά με το αυτοκίνητο και εγώ πίσω με το μηχανάκι. Σκαρφαλώναμε βράχια. Μια κατάσταση που μετά το είδα και λέω πως πέρασα και δεν τσακίστηκα. Για κακή μας τύχη η πόρτα ήταν κλειδωμένη και εγκλωβιστήκαμε εκεί πέρα και έγινε το κακό“.

Το σημείο που ξεκίνησαν να φύγουν. Αν έμεναν η φωτιά θα τους έκαιγε…

Η αγωνία και ο άγχος τον κατέκλυσε

“Ήταν το άγχος και η αγωνία εκείνης της ώρας τόσο μεγάλη, γιατί έπρεπε να σώσω τον εαυτό μου γιατί έχω ένα μικρό παιδί, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν ότι πρέπει να σωθούν και όλοι οι άλλοι, γιατί ήταν ο πατέρας της συντρόφου μου μαζί, ο θείος της, η θεία της. Ήταν και δυο μεγάλες γυναίκες μαζί, τις οποίες βοηθήσαμε να φύγουν από εκεί που ήμασταν μαζί. Ερχόταν στο μυαλό μου ότι αν με ρωτούσε η σύντροφος μου ρε συ τι έγιναν οι άλλοι που κάηκαν, δεν ήθελα να γυρίσω να της πω τους άφησα και έφυγα. Δεν το άντεχε η συνείδηση μου. Σκέφτηκα πως θα φύγουμε όλοι, για αυτό έμεινα. Για εμένα ήταν πολύ εύκολο να φύγω“. 

Η στιγμή που η φωτιά έχει φτάσει μέχρι τη θάλασσα

Με την αδρεναλίνη και το άγχος εγώ δεν είχα καταλάβει ότι είχα καεί. Με τη μηχανή γκάζωσα, έφτασα στην παραλία, κατέβηκα από κάτι κατσάβραχα. Δεν ξέρω πως κατέβηκα. Κάθε φορά που πάω και το κοιτάω, αναρωτιέμαι πως κατέβηκα στη θάλασσα. Γιατί δεν έβλεπες και καθαρά, ήταν πολύς ο καπνός και δεν μπορούσες να διακρίνεις ακριβώς τι γινότανε. Εν τω μεταξύ κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα κάτω, υποθέτω ότι εκεί πέρα έχασα τον προσανατολισμό μου, ενώ ο δρόμος έστριβε δεξιά, εγώ έτρεξα ευθεία. Κατέβηκα έναν δρόμο ούτε ξέρω πως τον κατέβηκα. Από θαύμα κατέβηκα, από θαύμα πήδηξα, από θαύμα προσγειώθηκα πάνω στον βράχο και από θαύμα βούτηξα μέσα στη θάλασσα. Κολύμπησα μιάμιση ώρα καμένος μέσα στη θάλασσα, με τον δεξί μου πνεύμονα καμένο, γιατί άκουγα φωνές. Με έσωσαν τα ουρλιαχτά των 25 ανθρώπων που κάηκαν στο οικόπεδο. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου, κραυγές και μετά σιωπή ακαριαία. Αυτούς άκουγα που φώναζαν και είπα εκεί έχει κόσμο. Κολύμπησα προς τα εκεί και σώθηκα. Αν έμενα εκεί θα είχα πνιγεί. Αυτό το κατάλαβα γιατί όταν έφτασα εκεί πέρα, δεν ακουγόντουσαν φωνές. Ο κόσμος στην παραλία ήταν ήσυχος και μετά αυτό μου το εξήγησε το παιδί που με κράταγε στη θάλασσα, ο Γιάννης, ότι αυτό που άκουγα ήταν οι φωνές αυτών που καιγόντουσαν πάνω στο οικόπεδο. Εγώ λοιπόν άκουσα αυτές τις φωνές, κολύμπησα προς αυτές τις φωνές γύρω στη μια με μιάμιση ώρα και κάποια στιγμή όταν έφτασα στον κόσμο εκεί, άρχισα και έχανα τις αισθήσεις μου. Αν δεν κολυμπούσα προς τα εκεί και ήμουν μόνος μου την ώρα που έχασα τις αισθήσεις μου θα πνιγόμουν, είχε νυχτώσει μάλιστα όταν μας μάζεψαν. Όταν λιποθύμησα ευτυχώς ήταν ο Γιάννης δίπλα μου και με κρατούσε. Κατάλαβα ότι έχω καεί όταν με ανέβασαν στη βάρκα, γιατί με πιάσανε από το χέρι μου να με ανεβάσουν στη βάρκα και πόνεσα γιατί με έπιασαν από το έγκαυμα και εκείνη την ώρα άνοιξα τα μάτια μου είδα ένα κομμάτι να κρέμεται και εκεί πέρα λέω δεν είμαι καλά. Μετά κενό… Λιποθύμησα. Σηκώθηκα κάποια στιγμή για κάποια δευτερόλεπτα στο νοσοκομείο που απλά με ρώτησαν πως με λένε και είπα το όνομα μου και ξύπνησα μετά από ενάμιση μήνα!“.

Συνέχισε λέγοντας:

Ήταν η παραλία ακριβώς κάτω από το οικόπεδο. Ήμουν από τους πρώτους που ανέβασαν πάνω στη βάρκα, τους άκουγα που φώναζαν έχουμε εδώ τραυματία και ήμουν σε έναν βράχο με το πόδι μαγκωμένο και πάνω στον βράχο καθόταν ένας κύριος και μια κυρία και δυο μωρά με τις μανάδες. Ήμουν σε τέτοια κατάσταση που ανέβασαν πρώτα εμένα και μετά τα μωρά. Δεν μπορούσαν να με ανεβάσουν γιατί ήμουν βαρύς, το πόδι μου ήταν μαγκωμένο μέσα στον βράχο και θυμάμαι βούτηξε κάποιος για να μου βγάλει το πόδι. Σακατεύτηκε το χέρι μου στην προσπάθεια τους να με ανεβάσουν στη βάρκα, δεν μπορώ να το σηκώσω το χέρι μου. Έχω πάθει μια τρομερή ζημιά. Εκείνη την ώρα, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια που λένε. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν να βοηθήσουν όπως μπορούσαν. Δεν ήταν εκπαιδευμένοι, εκείνη την ώρα ήταν ο κόσμος. Ότι κάνει ο ένας για τον άλλον“.

Το δέντρο που είχε πέσει κόβοντας το δρόμο

Τα σημάδια που άφησε η φωτιά

“Κάτω είναι το σημάδι που μου έκαναν την          τραχειοτομή στο νοσοκομείο. Το πρόσωπο μου δεν κάηκε, είχα ψιλό σημαδάκια από καύτρες πολύ μικρά. Έχω πολλές φορές σκεφτεί μήπως είχα πάρει το κράνος της μηχανής και το φόραγα όταν έτρεχα και δεν το θυμόμουν. Δεν την θυμάμαι αυτή τη λεπτομέρεια. Τα πιο πολλά εγκαύματα που είχα ήταν ολικού πάχους. Μερικού πάχους στα χέρια που φτιάχτηκαν χωρίς να κάνω πλαστικές επεμβάσεις. Για καλή μου τύχη είχε πάρα πολύ καλή αντίδραση ο οργανισμός μου. Ήθελε ο θεός να ζήσω! Τα σημάδια στα χέρια είναι πάρα πολύ λίγα πια. Στα πόδια είχα το πιο σοβαρό πρόβλημα, είχαν καεί πάρα πολύ βαθιά, εκεί πέρα μπήκαν μοσχεύματα τεχνητά και από πάνω δεύτερα. Έκανα 7 χειρουργεία μέσα στο νοσοκομείο. Τα δύο ήταν για το αριστερό μου χέρι το οποίο κάηκε σε μια κολώνα και έχει κλείσει τελείως και είναι σε αχρηστία“.

Το μπλουζάκι του «σούπερ ήρωα» με τα σημάδια από τις καύτρες εκείνης της ημέρας

“Είναι τα ρούχα του παιδιού από τη φωτιά που φόραγε όταν ήταν στην θάλασσα. Το μπλουζάκι του «σούπερ ήρωα» ! Τα καψιματάκια αυτά έγιναν μέσα στη θάλασσα. Το παιδί δόξα τον Θεό το παιδί δεν έπαθε τίποτα. Η μάνα του, μαζί με την κουμπάρα μου ήταν ήρωες. Είναι απίστευτη η δύναμη της γυναίκας. Ήταν και οι δύο τους απίστευτες. Ήξερα ότι το παιδί μαζί τους δεν πρόκειται να πάθει τίποτα“.

Τα σημάδια από τις καύτρες της φωτιάς πάνω στο μπλουζάκι του «σούπερ ήρωα»


Το παιδί θυμάται πράγματα από εκείνη την ημέρα που η μητέρα του δεν τα είχε δει καθώς προσπαθούσε να τον προστατέψει να μην πάθει τίποτα. Είδε εικόνες που δεν τις είχε προσέξει η σύντροφος μου. Παράδειγμα ρώτησε για το παιδάκι του πυροσβέστη, που ήταν ένα μωρό πολύ καμένο. Ρώτησε: «τι έγινε μαμά εκείνο το μωρό;». Μια κυρία που καθόταν σε μια καρέκλα που και αυτή ήταν πολύ καμένη και ρώτησε και για την κυρία. Το παιδί μου τα θυμάται…“, αναφέρει στο DEBATER.

Η στιγμή που έχουν κατέβει στην παραλία μητέρα και παιδί


Αγκαλιασμένοι μητέρα, παιδί και νονά μέσα στη θάλασσα

Πως είναι σήμερα η καθημερινότητα τους και τι ζητούν από την πολιτεία: 

“Η καθημερινότητα μας είναι πάρα πολύ δύσκολη. Γιατί την οικογένεια την συντηρούσα εγώ, δούλευα. Είχα ένα εργαστήριο, έκανα μπρούτζινες κατασκευές. Ξαφνικά το εισόδημα της οικογένειας μηδενίζεται και αρχίζουμε και περνάμε με ότι έχουμε μαζέψει στην άκρη. Μετά για καλή μας τύχη ασχολήθηκαν οι εθελοντές μαζί μας, οι οποίοι έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες να βοηθήσουν όλους τους εγκαυματίες. Από αυτούς πήραμε και κάποια βοηθήματα από ιδρύματα και επιβιώσαμε με την βοήθεια των συνανθρώπων μας και των ιδρυμάτων. Τρία χρόνια μετά ακόμη παλεύω να πάρω μια σύνταξη από το κράτος. Φτάνω λοιπόν να περνάω επιτροπή για τη σύνταξη και μου βγάζουν ένα ποσοστό αναπηρίας 72% γιατί έχω διάφορα θέματα, έπαθα πρόβλημα με την καρδιά μου, έπαθα καρδιακή ανεπάρκεια και περπάτησα 100 μέτρα και ο γιατρός με ρώτησε πως μπόρεσες και ήρθες μέχρι εδώ πέρα. Το ένα μου πνευμόνι δεν είναι απόλυτα υγιές καθώς το έκαψα στη φωτιά. Έπαθα και ένα έμφραγμα την ημέρα της φωτιάς. Φτάνουμε λοιπόν να περνάω επιτροπή τώρα, να μου βγάζουν αναπηρία 72% και να έχουν ξεχάσει την βασική που είναι το χέρι μου το οποίο έχει καταστραφεί“.

Διάστημα ανάρρωσης μέσα στο νοσοκομείο

Το χέρι στην αρχή χαρακτηρίστηκε σαν ακρωτηριασμένο από τον γιατρό όταν πέρασα την πρώτη επιτροπή. Όταν λοιπόν πήρα το αποτέλεσμα από το ΚΕΠΑ είχε χαρακτηριστεί σαν αγκυλωμένο το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο δάχτυλο και τον αντίχειρα τον θεωρούσαν λειτουργικό μάλλον επειδή κάνει αυτή τη φοβερή κίνηση (κουνιέται). Αυτή είναι η σοβαρότητα του κράτους τώρα! Έτσι; Άσε γιατί είναι και πολλά άλλα, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι σε κοροϊδεύουν κατάμουτρα. Αυτό είναι ! Έχουν το θράσος επάνω στην πλάτη τη δικιά σου να κάνουν μικροπολιτικές και βγαίνουν και κάτι καραγκιόζηδες κατά καιρούς που κάνουν και δηλώσεις. Αυτό είναι που σε εξοργίζει περισσότερο από όλα. Δεν έχω καταφέρει 3 χρόνια να πάρω ούτε σύνταξη, ούτε επίδομα“.

Τα σημάδια που άφησε η φωτιά στο πόδι του εγκαυματία
Το χέρι του κ. Φιλιππή

Το μήνυμα του για την σημερινή ημέρα:

Πρέπει να προχωράμε όλοι μαζί! Πρέπει σαν μια γροθιά να προχωράμε όλοι μαζί. Γιατί αν θέλουμε να τιμωρηθούν αυτοί που φταίνε, μόνο σαν γροθιά θα μπορέσουμε να τους τιμωρήσουμε. Μόνο ενωμένοι όλοι μαζί, θα μπορέσουμε κάποια στιγμή κάποιος να μας ακούσει και να πει ξέρεις κάτι; Είναι 5 άνθρωποι, 10, 20, 100 οι οποίοι πρέπει να τιμωρηθούν, γιατί δυστυχώς για αυτό που έγινε δεν τιμωρήθηκε κανένας. Δεν τιμωρήθηκε κανένας. Εγώ έκανα μια δουλειά, έφτιαχνα φωτιστικά, αν λοιπόν έφτιαχνα ένα φωτιστικό και σου το πούλαγα και σε σκότωνα από το ρεύμα γιατί δεν το έκανα καλά. Θα με έκλεινες φυλακή και εγώ θα είχα σκοτώσει έναν. Εσένα. Από αμέλεια και εγώ. Αυτοί σκότωσαν 100 από αμέλεια θες; Από αμέλεια. 100 άνθρωποι φύγανε χωρίς να υπάρχει λόγος με τον χειρότερο τρόπο που υπάρχει. Να έρθουν να μου πουν εμένα που τους άκουσα και ούρλιαζαν“.

Δείτε όλα όσα είπε στο DEBATER:

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΛΑΖΟΣ ΜΑΝΤΙΚΟΣ

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις