Δίκη για δολοφονία Κυριακής Γρίβα: Ένταση κατά τη διάρκεια της κατάθεση της μητέρας του δολοφόνου της
Τι λέει στο DEBATER ο δικηγόρος της μητέρας της δολοφονημένης κοπέλας

Ένταση σημειώθηκε το μεσημέρι της Τρίτης 8/7 κατά τη διάρκεια της δίκης για τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες του DEBATER όλα συνέβησαν όταν η μητέρα του καθ’ ομολογία δράστη προσέβαλε τη μνήμη της νεκρής κοπέλας και υπήρξε ένταση με την μητέρα της Κυριακής Γρίβα.
Η δίκη διακόπηκε για τις 10 Ιουλίου και θα συνεχιστεί με την κατάθεση της μητέρα του δράστη.
Ο Ιωάννης Απατσίδης δικηγόρος της μητέρας Κυριακής Γρίβα μιλώντας στο DEBATER ανέφερε:
«Εξετάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η μητέρα του, αφού έγινε δεκτό το αίτημα από την πρόεδρο του δικαστηρίου να προταχθεί και να εξεταστεί κατά τη διάρκεια των μαρτύρων κατηγορίας. Ειπώθηκαν κάποια πράγματα τα οποία δεν θα ήθελα να αναφέρω, τα οποία είναι καταφανώς ψευδή. Έχει υποβληθεί έκκληση εναντίον της και είναι εν αναμονή κρίσης το συγκεκριμένο θέμα αίτημα για την επόμενη συνεδρίαση. Αυτό το οποίο θα ήθελα να πω είναι για ακόμη μια φορά ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων, κατά πρώτον, και όπως σήμερα αναδείχθηκε, πέραν της ψευδούς κατάθεσεις, είχαμε προσβολή μνήμης τεθνεώτος, αδίκημα για το οποίο υποβλήθηκε έγκληση στο ακροατηριο αλλά δεν εφαρμοστηκε η αυτόφωρη διαδικασία.
Μου προξενεί όμως και αλγεινή εντύπωση ότι όταν κατατίθενται τέτοια θέματα, θα πρέπει να αφαιρείτε ο λόγος από τον μάρτυρα, πράγμα το οποίο δεν έγινε από την Προεδρεύουσα»
Δίκη για δολοφονία Κυριακής Γρίβα: “Ήταν καταπιεστικός, την ζήλευε πολύ και την χτυπούσε” – Συγκλονίζει η αδερφή της
Στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της αδελφής της Κυριακής Γρίβα, Αλεξάνδρας, στη δίκη για τη δολοφονία της 28χρονης από τον πρώην σύντροφό της.
Η μάρτυρας περιέγραψε την κακοποιητική και χειριστική σχέση της αδελφής της με τον κατηγορούμενο – έναν άνδρα που από την αρχή δημιούργησε ανησυχία στην οικογένεια.
Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Ήμασταν πολύ δεμένες. Ζούσαμε μαζί μέχρι τα 23 μας. Είχαμε πάντα καλές σχέσεις. Αυτό άλλαξε όταν μπήκε στη ζωή της ο κατηγορούμενος», σημειώνοντας ότι η αλλαγή στη συμπεριφορά της Κυριακής ήταν άμεση και αισθητή.
Η ίδια περιέγραψε πώς ο κατηγορούμενος άρχισε να ελέγχει την αδελφή της σε καθημερινό επίπεδο, να της απαγορεύει επαφές και να διακόπτει επικοινωνίες. «Την εντυπωσίασε η εμφάνισή του. Πολύ γρήγορα όμως ξεκίνησε να απαντάει εκείνος στο τηλέφωνό της. Επικοινωνούσαμε όλο και πιο σπάνια. Εκείνη μου τηλεφωνούσε μετά από δύο μέρες, κάτι που δεν συνέβαινε ποτέ παλιά. Όταν μιλούσαμε, καταλάβαινα πως της μιλούσε απότομα, την πίεζε. Εγώ της έλεγα να χωρίσει. Εκείνη μου έλεγε “είμαι ερωτευμένη, τον αγαπάω”».
Η μάρτυρας περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως ένα άτομο με έντονη ζήλια και τάση απομόνωσης του θύματος. «Ήταν καταπιεστικός. Την ζήλευε πολύ. Την απομάκρυνε από φίλους, οικογένεια, ανθρώπους της καθημερινότητάς της. Ήξερε ότι αν μιλούσε και το μάθαιναν οι γονείς μας, δεν θα έμεναν με σταυρωμένα χέρια».
Στην ερώτηση της προέδρου του δικαστηρίου για το τι ακριβώς της άρεσε στη σχέση αυτή, η μάρτυρας απάντησε ευθέως: «Η εξωτερική του εμφάνιση. Της έταζε σπίτι, ταξίδια, μια ζωή που τελικά την πλήρωνε η ίδια».
Η κατάσταση, ωστόσο, φάνηκε να βαθαίνει ακόμη περισσότερο όταν η Κυριακή έμεινε έγκυος. «Μου το ανακοίνωσε πολύ επιφυλακτικά, γιατί ήξερε ότι ήμουν κάθετα αντίθετη στο να προχωρήσει αυτή η σχέση. Χάρηκα γιατί την είδα χαρούμενη. Ο κατηγορούμενος μού είχε ζητήσει τότε βοήθεια για να της κάνει πρόταση γάμου. Λίγες ημέρες μετά απέβαλε. Την πήγα εγώ στον γιατρό. Εκείνη μου είπε ότι χώρισαν. Δεν τη ρώτησα λεπτομέρειες – δεν ήθελα να τη στρεσάρω περισσότερο».
Από το 2019, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, διαπίστωσε για πρώτη φορά ξεκάθαρα την ύπαρξη σωματικής κακοποίησης. «Την είδα με μελανιές στο πρόσωπο. Της είπα να πάρει τα πράγματά της και να φύγουμε. Αρνήθηκε. Μου έλεγε ότι δεν ήθελε να συνεχιστεί το θέμα, να μην το πούμε σε κανέναν. Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι την είχε χτυπήσει. Το είδα και αργότερα στα μπράτσα της. Είχε μελανιές, αλλά επέμενε να μη δώσουμε συνέχεια. Της έλεγα, ό,τι χρειαστεί να μου το πει. Στους γονείς μας δεν μετέφερα τίποτα απ’ όσα είχα καταλάβει. Φοβόμουν ότι θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα».
Ακολούθησε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις