Οι Γερμανικές εκλογές 2021 εξελίχθηκαν σε αληθινό ντέρμπι ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες, με τον Όλαφ Σολτς τελικά, μετά την καταμέτρηση όλων των ψήφων, να αναδεικνύεται νικητής της μεγάλης βραδιάς.

Το SPD κατάφερε να συγκεντρώσει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημείωσαν με άλλα λόγια τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.

Στραμμένα τα βλέμματα στην επόμενη μέρα

Μετά τον θρίαμβο, όλη η Γερμανία έχει στραμμένα τα βλέμματα στην επόμενη μέρα και το πως θα διαμορφωθεί η νέα κυβέρνηση. Τα ποσοστά δεν επιτρέπουν στο κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών να έχει αυτοδυναμία, που σημαίνει πως θα ξεκινήσουν οι σκληρές πολιτικές διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό που θα επικρατήσει.

Το μόνο σίγουρο είναι πως οι διαβουλεύσεις και οι συζητήσεις θα είναι μεγάλες διάρκειας, για αυτό το λόγο η Άνγκελα Μέρκελ, θα χρειαστεί να παραμείνει στην θέση της για όσο χρειαστεί.

Ποτέ οι συντηρητικοί δεν είχαν πέσει κάτω από το όριο του 30%. Πρόκειται για ηχηρή ήττα για το στρατόπεδο της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ τη στιγμή που εκείνη συνταξιοδοτείται πολιτικά.

Πέρα απ’ αυτό, τίποτε δεν θεωρείται ακόμη πως έχει κριθεί στη χώρα. Διότι στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ’ ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν μια πλειοψηφία.

Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί διότι θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.

“Η παρτίδα πόκερ αρχίζει”, διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel. Διότι “μετά την ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά: ποιός θα είναι καγκελάριος; Ποιός συνασπισμός θα κυβερνήσει τη χώρα στο μέλλον;”, σημειώνει.

Για τους σοσιαλδημοκράτες, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: “Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πολλοί πολίτες” ψήφισαν το SPD διότι “θέλουν μια αλλαγή κυβέρνησης και επίσης επειδή θέλουν ο επόμενος καγκελάριος να ονομάζεται Όλαφ Σολτς”, δήλωσε ο 63χρονος πολιτικός.

Το ζήτημα είναι πως ο κεντροδεξιός αντίπαλός του, παρά το “απογοητευτικό” αποτέλεσμα, δεν είναι διατεθειμένος να καθίσει στα έδρανα της αντιπολίτευσης: “θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να οικοδομήσουμε μια κυβέρνηση με επικεφαλής την Ένωση CDU-CSU”, διαβεβαίωσε ο χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος.

Μέχρι τα Χριστούγεννα ο νέος σχηματισμός της κυβέρνησης

Σε ερώτηση των δημοσιογράφων για το χρονοδιάγραμμα σχηματισμού κυβέρνησης και την πρόβλεψη να αποφασιστεί πριν την περίοδο των Χριστουγέννων, ο Όλαφ Σολτς απάντησε πως αποτελεί στόχο να υπάρχει νέα κυβέρνηση έως τότε, δεδομένης και της προεδρίας της Γερμανίας της G7 τον Ιανουάριο του 2022.

Ο Σολτς, μετά τον πολιτικό θρίαμβο, τόνισε την σημασία του γρήγορου σχηματισμού κυβέρνησης, που όμως θα πρόκειται για συμβιβασμούς “που δεν θα λειτουργούν μόνο στα χαρτιά”.

Ακόμα ο νέος καγκελάριος έκανε ξεκάθαρο πως δεν προτίθεται να προχωρήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης μαζί με του Χριστιανοδημοκράτες, καθώς όπως εξήγησε, ο γερμανικός λαός φάνηκε να θέλει αλλαγή πλεύσης στην πολιτική της χώρας.

Ρεκόρ 735 βουλευτών στη Μπούντεσταγκ

Με τα σημερινά δεδομένα, λύσεις είναι δυνατές για μια πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ, η οποία θα έχει αριθμό ρεκόρ 735 βουλευτών, δηλαδή 137 περισσότερους απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή.

Το SPD, με 206 βουλευτές, θα μπορούσε έτσι να συμμαχήσει με τους Πράσινους, που ήρθαν τρίτοι στην ψηφοφορία με 14,8% (118 βουλευτές) και τους φιλελεύθερους του FDP, ένα κόμμα της δεξιάς το οποίο συγκέντρωσε 11,5% (92 βουλευτές).

Εναλλακτικά, οι συντηρητικοί (196 έδρες) θα μπορούσαν να κυβερνήσουν με τους Πράσινους και το FDP.

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της Yougov που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη νύκτα, μια πλειονότητα των ψηφοφόρων ευνοεί την πρώτη επιλογή. Και 43% εξ αυτών εκτιμούν ότι ο Όλαφ Σολτς πρέπει να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.

Από τα μικρά κόμματα θα εξαρτηθούν όλα

Όλα θα εξαρτηθούν συνεπώς από την καλή βούληση δύο μικρών κομμάτων, που χαρακτηρίζονται σήμερα από την Bild “ρυθμιστές”.

Ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε εξάλλου χθες, Κυριακή, πως θα ήταν επιθυμητό για το κόμμα του και τους οικολόγους “να συζητήσουν κατ’ αρχάς μεταξύ τους” πριν αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν με τους συντηρητικούς ή με τους σοσιαλδημοκράτες.

Για το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, οι ερχόμενες εβδομάδες θα είναι μια δοκιμή. Στη διάρκεια όλης της προεκλογικής εκστρατείας, οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν τέλος στους θρυλικούς καβγάδες τους ανάμεσα στην αριστερή και την κεντρώα πτέρυγα για να υποστηρίξουν άπαντες τον επικεφαλής τους, νυν υπουργό Οικονομικών της Άνγκελα Μερκελ.

Όμως πώς θα αντιδράσει το κόμμα αν ο νέος του “ήρωας Όλαφ” υποχρεωθεί να θάψει το μισό πρόγραμμά του για να καλοπιάσει τη φιλελεύθερη δεξιά;, αναρωτιέται η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung. Διότι το FDP δεν θα δεχθεί ποτέ μια αύξηση των φόρων για τους πλουσιότερους, όπως επιθυμούν το SPD και οι Πράσινοι.

Και σε τελική ανάλυση, υπογραμμίζει η εφημερίδα, ο σχηματισμός ενός συνασπισμού θα τεθεί σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του SPD. Το 2018 είχαν προτιμήσει να διορίσουν ένα ντουέτο αγνώστων της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.

Ακολουθήστε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις