«Άφησα στο σπίτι τα λεφτά» – Ο διάλογος που έκαψε την 37χρονη πρώην αθλήτρια για το κύκλωμα με τις τηλεφωνικές απάτες
Ο ρόλος του αδερφού της

Στο φως ήρθαν κάποιοι από τους διαλόγους που ουσιαστικά «καίνε» την 37χρονη πρώην αθλήτρια που φέρεται να εμπλέκεται στο κύκλωμα με τις τηλεφωνικές απάτες.
Στους διαλόγους που παρουσιάστηκαν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA φαίνεται η 37χρονη να έχει υποστηρικτικό ρόλο στο κύκλωμα με τον αδελφό της να μιλάει με άλλο μέλος της οργάνωσης.
Αναλυτικά:
Αδελφός αθλήτριας: Να σε ρωτήσω, άμα δώσω στην αδελφή μου μετρητά μπορεί να μου βάλει από σένα, για να μην φαίνονται στην κάρτα μου ή όχι;
Μέλος οργάνωσης: Αν της δώσεις εσύ μετρητά ή εγώ;
Αδελφός αθλήτριας: Εγώ. Για σένα.
Μέλος οργάνωσης: Τι θες να πάρεις;
Αδελφός αθλήτριας: Όχι, πρέπει να τα βάλω στην κάρτα να έχω για να μην… απλά δεν μπορώ να τα βάλω εγώ γιατί είναι μαύρα.
Μέλος οργάνωσης: Δεν πρέπει να πάρεις απ’ την κάρτα;
Αδελφός αθλήτριας: Δεν θέλω να φαίνονται.
Παράλληλα, σε άλλο διάλογο φαίνεται η ίδια να μιλάει με τον αδελφό της.
37χρονη αθλήτρια: Έλα. Πόσα λεφτά θες;
Αδελφός αθλήτριας: Απλά άσε με να κάνω αυτό που θέλω αν γίνεται. 1,5 άμα έχεις.
37χρονη αθλήτρια: Τα άφησα στο σπίτι. Να πάω να τα πάρω;
Αδελφός αθλήτριας: Είσαι μακριά;
37χρονη αθλήτρια: Όχι.
Αδελφός αθλήτριας: Αν μπορείς. Να τα βάλεις.
Η 37χρονη φέρεται να αρνείται κάθε εμπλοκή, ενώ η υπόθεση παρουσιάζει πολλαπλές προεκτάσεις που εξετάζονται από τις διωκτικές Αρχές.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., η πρώην αθλήτρια φέρεται να εμπλεκόταν σε επιμέρους λειτουργίες του κυκλώματος, κυρίως στη μεταφορά και διαχείριση χρημάτων που προέρχονταν από τις απάτες. Στο ίδιο πλαίσιο, ο αδερφός της –κεντρικό πρόσωπο της έρευνας– φέρεται να λειτουργούσε ως «εισπράκτορας», παραλαμβάνοντας μετρητά ή τιμαλφή από τα θύματα, παριστάνοντας συχνά τον λογιστή ώστε να ενισχύσει την αξιοπιστία του σε ανυποψίαστους πολίτες. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο αδερφός της έχει διαφύγει στο εξωτερικό και αναμένεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του.
Παράλληλα, υπάρχουν καταγεγραμμένες συνομιλίες της 37χρονης με τον αδερφό της και άλλα άτομα της οργάνωσης, οι οποίες –σύμφωνα με τις Αρχές– αφορούν μεταφορές ποσών σε τραπεζικές κάρτες που ήταν στο όνομά της ή υπό τον έλεγχό της. Οι συνομιλίες αυτές έχουν ενταχθεί στη δικογραφία και αξιολογούνται ως κρίσιμο αποδεικτικό υλικό για τον ρόλο της στο κύκλωμα.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο, στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλή (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι), προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «Αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο».
Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (για τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.
Οι ρόλοι
Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:
– Ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν τα θύματα έτσι ώστε αυτά να αποστέλλουν χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης.
– Ως λογιστές-φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτούσαν πολλές φορές πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων και μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές, για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων.
– Ως λογιστές και βοηθοί λογιστών, όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή.
Σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες.
– Ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους. Λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια, προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες ή διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού τους, χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης, όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κλπ.
Ως προς τη δομή της οργάνωσης, στο ανώτερο επίπεδο βρίσκονταν ο διευθύνων και οι βοηθοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο και όριζαν την ταυτότητα-μεθοδολογία και δράση της οργάνωσης, ενώ κύρια αρμοδιότητά τους ήταν ο συντονισμός και η οικονομική διαχείριση των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και δίνοντας παράλληλα οδηγίες στα κατώτερα μέλη.
Στα ενδιάμεσα επίπεδα υπήρχαν οι επικεφαλής των ομάδων-επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, τηλεφωνητές, στρατολογητές τραπεζικών στοιχείων, εισπράκτορες και τα υποστηρικτικά μέλη.
Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονταν τα «money mules», οι οποίοι διέθεταν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής (όνομα χρήστη – username και κωδικό πρόσβασης – password), καθώς και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs).
Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης (εξαγοράζοντάς τα έναντι χρηματικού ποσού από 300 έως 800 ευρώ) για τη διευκόλυνση της δράσης τους, τόσο για την άμεση μεταφορά των «εσόδων» τους, όσο και για την προστασία των στοιχείων ταυτότητάς τους.
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα της Αστυνομίας έχουν εξιχνιαστεί 1.089 περιπτώσεις απατών με το παράνομο οικονομικό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη της οργάνωσης να ανέρχεται σε τουλάχιστον 7.600.000 ευρώ.
Ποια είναι η 37χρονη
Ως παιδί εντάχθηκε από πολύ νωρίς στον χώρο της ενόργανης, ξεχώρισε για το ταλέντο και τη σταθερότητά της και έφτασε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα το 2004 και στο Πεκίνο το 2008. Στη διάρκεια της καριέρας της κατέκτησε μετάλλια και διακρίσεις σε ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις, αποτελώντας για χρόνια σημείο αναφοράς για την ελληνική ενόργανη γυμναστική.
Στο παρελθόν είχε βρεθεί ξανά στην επικαιρότητα, όταν μαζί με άλλους αθλητές είχε καταγγείλει συστηματική κακομεταχείριση, σωματική βία και εξευτελιστικές μεθόδους στις προπονήσεις. Στις δηλώσεις της τότε είχε περιγράψει με λεπτομέρειες όσα, όπως υποστήριξε, βίωσαν οι αθλήτριες:
«Οι τιμωρίες ήταν για τα κιλά. Για λίγα παραπάνω γραμμάρια μάς έβαζαν να τρέχουμε έξω από το γυμναστήριο μέσα στο κρύο», είχε αναφέρει. Σε άλλο σημείο είχε τονίσει: «Έχω δει να τραβάνε αθλήτριες από τα μαλλιά. Έβλεπα μπλούζες να σκίζονται από τα χτυπήματα. Υπήρχε φόβος, και πολλές δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν στους γονείς τους».
Είχε επίσης σημειώσει ότι ορισμένα παιδιά αναγκάζονταν να συνεχίζουν προπόνηση ακόμα και τραυματισμένα: «Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν επιτρεπόταν ούτε να διαμαρτυρηθείς. Στην αρχή φοβήθηκα και εγώ, δεν ήθελα να ξαναπάω στο γυμναστήριο».
Ακολούθησε το debater.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις






